Η παραίσθηση των ειδώλων (A fragment)
Ένας παλιός βενετσιάνικος καθρέφτης. Κινήθηκε μαγνητισμένη ανάμεσα σε βαριά σκαλισμένα έπιπλα, καναπέδες με φθαρμένα βελούδινα μαξιλάρια, στη σκόνη που αιχμαλώτιζε τα ίχνη από το πέρασμά της. Το πρόσωπό της, θαμπό, σκονισμένο, χαραγμένο από ένα βαθύ ράγισμα, που ξεκινούσε από το αριστερό βλέφαρο και κατέληγε στη βάση του λαιμού, αντιγύρισε το βλέμμα της με την αδιαφορία ενός ξένου.
-Αυτό.
Την πλησίασε, προσπαθώντας να κρύψει τη δυσφορία του.
-Είναι ραγισμένος. Ας πάρουμε μόνο την κορνίζα. Μπορούμε ν’ αντικαταστήσουμε το κρύσταλλο· οποιοδήποτε κρύσταλλο γίνεται καθρέφτης, αν βάψεις μία επιφάνειά του με ειδική μπογιά.
-Τότε θα είχαμε έναν ψεύτικο καθρέφτη.
-Τι θα πει πάλι αυτό;
Το βλέμμα της γλίστρησε από το ράγισμα στο πρόσωπό του.
-Έναν καθρέφτη που δεν θα απέδιδε πιστά τις μορφές.
Εκείνος μισούσε τους καθρέφτες. Έλεγε πως του θύμιζαν θάνατο.
Η σκόνη θα έπρεπε να πνίξει τα βήματά του. Η απόσταση ανάμεσά τους καθρεφτίστηκε στη ραγισμένη επιφάνεια, ύστερα η πλάτη του, μακρινοί ψίθυροι, το χολερικό πρόσωπο του παλαιοπώλη με το αλεπουδίσιο χαμόγελο – ένα μακρύ λευκό γάντι, τα ασημικά που έσπαζαν το φως σε χιλιάδες κομμάτια και το πετούσαν πίσω σαν θραύσματα γυαλιού, μακριά φορέματα να σέρνονται στο καλογυαλισμένο πάτωμα, στροβιλισμοί και κρυφά χαμόγελα, ένα βαλς αλλά όχι του Strauss, τα μάτια της Εσπεράντσα έλαμπαν μετά το χορό, το πρόσωπό της ξαναμμένο, μια ατίθαση μπούκλα παιχνίδιζε στο μέτωπό της, έστρωσε τα μαλλιά της με δάχτυλα νευρικά κι έφυγε χαμογελώντας στο είδωλό της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου