19 Σεπτεμβρίου 2007

Η Μαντιναδα.

Η κρητική διάλεκτος θεωρείται η μακροβιότερη στον Ελλαδικό χώρο. Ομιλείται εκτός από την Κρήτη στο χωριό Χαμιδέ της Συρίας και στα παράλια της Μικράς Ασίας όπου εγκαταστάθηκαν μουσουλμάνοι κρητικοί το 1923. Χαρακτηριστικά της είναι, μεταξύ άλλων, η διατήρηση αρχαϊσμών, καθώς και η αποφυγή ορισμένων συμφωνικών συμπλεγμάτων.

Χαρακτηριστικό είδος έκφρασης στην κρητική διάλεκτο αποτελεί η μαντινάδα.

Η μαντινάδα ή πατινάδα ή κοτσάκι είναι ποίημα που αποτελείται από δυο στίχους που συνήθως είναι δεκαπεντασύλλαβοι σε ομοιοκαταληξία ή και τέσσερα ημιστίχια που δεν ομοιοκαταληκτούν απαραίτητα. Αποτελεί μέσο αυθόρμητης λαϊκής έκφρασης σε αρκετά μέρη της Ελλάδας, κυρίως όμως ως κατηγορία του νησιώτικου ελληνικού τραγουδιού στην Κρήτη, που είναι ξακουστή για τις μαντινάδες της.

Αυτό το είδος της έμετρης λαϊκής έκφρασης στις Κυκλάδες και ιδιαίτερα στην Απείρανθο της Νάξου λέγεται "κοτσάκι" (π.χ. "Με κοτσάκια φανερώνω, / της αγάπης μου τον πόνο"!) Αντίστοιχα ονόματα αυτού του είδους είναι επίσης τα λιανοτράγουδα, οι ρίμες, οι παρόλες τα "στιχάκια" ή τα "δίστιχα" άλλων περιοχών της Ελλάδας.


Το όνομα "μαντινάδα" θεωρείται εξελληνισμένος τύπος του ενετικού "mantinada" που είναι ταυτόσημο με το ιταλικό "mantinatta". Όμως αυτό το είδος υπήρχε και προ της Ενετοκρατίας όπως αποδεικνύεται σε βυζαντινό χειρόγραφο του 15ου αιώνα όπου περιέχονται τα "Καταλόγια" (βυζαντινά λαϊκά νυκτερινά τραγούδια) τα οποία και είναι μαντινάδες όπως για παράδειγμα τα δύο ακόλουθα βυζαντινά:

Εψές επερνοδιάβαινα, κόρη, εκ της γειτονιάς σου
κι η γειτονιά σου μ΄ ήννοιωσεν και συ κόρη εκοιμάσου.(!)
Όλοι δοξεύουν μ΄ άρματα, όλοι με τα δοξάτια (αντί δοξάρια)
κι εσύ εκ το παραθύρι σου δοξεύεις με τα μάτια. (!)
Αλλά και στην ελληνική αρχαιότητα παρατηρούνται τέτοια άσματα, του αρχαίου "κώμου" των υπερεύθυμων που κατά ομάδες μετά από γλέντι (ευωχία) περιερχόμενοι τους δρόμους τραγουδούσαν «εκωμαόδουν» τα αισθήματά τους κάτω από τα παράθυρα των εκλεκτών τους. Χαρακτηριστικό το δίστιχο του αλεξανδρινού ποιητή Καλλίμαχου που αποκαλεί την καλή του Κωνώπιον:

Ούτως υπνώσαις, Κωνώπιον ως εμέ ποιείς
κοιμάσθαι ψυχροίς τοίσδε παρα προθύροις
(=Έτσι νάδινε ο Θεός να κοιμάσαι κι εσύ Κωνώπιον όπως
κι εμένα με κάνεις να ξαγρυπνώ μπρός στα κρύα σου παράθυρα)
Συνεπώς ως είδος λαϊκού τραγουδιού φέρεται να είναι αρχαίο ελληνικό.

Οι μαντινάδες τραγουδιώνται κυρίως σε γάμους, βαπτίσια, σε εύθυμες συγκεντρώσεις κατά τη διάρκεια γλεντιού ή χορών αλλά και ως καντάδες.

Πουλιά κι΄αϊδόνια κελαϊδούν
εις τα παράθυρα σας
να είναι καλορίζικα
τα στεφανώματα σας.

08 Σεπτεμβρίου 2007

Το Δουκατο των Αθηνων.

Η περίοδος της φραγκοκρατίας της Αθήνας μπορεί να διακριθεί σε τρεις εποχές:

α) στην εποχή της κυρίως φραγκοκρατίας, που η πόλη είχε καταληφθεί και διοικούνταν από Βουργουνδίους άρχοντες Δελαρός (De la Roches), (1204-1311)

β) στην εποχή της καταλανικής κατακτήσεως που η πόλη περιήλθε στην κατοχή και διοίκηση της Μεγάλης Καταλανικής Εταιρείας της Αραγωνικής αυλής των Καταλανών (1311-1388) και

γ) στην εποχή της Φλωρεντινής κυριαρχίας με τον οίκο Ατζαγιόλη (1388-1456).

Η περιοχή της Αττικής παραχωρήθηκε στον Όθωνα Δελαρός και αποτέλεσε το Δουκάτο των Αθηνών. Ο Όθων Δελαρός όρισε πρωτεύουσα τη Θήβα ενώ την Αθήνα, ασήμαντη την εποχή εκείνη πόλη, για την αρχαία της δόξα, κατέστησε ισότιμη εκκλησιαστικά προς την πρωτεύουσα. Όπως στη Θήβα, εγκαταστάθηκε και στην Αθήνα λατινική αρχιεπισκοπή, ενώ αδιαφόρησε για το επίνειό της.

Ο Όθων Δελαρός δεν σκέφτηκε να συγκροτήσει στόλο για την υπεράσπιση των εκτεταμένων παραλίων του Μεγακυράτου. Με ελάχιστα πλοία ερασιτεχνών, ιδίων πειρατών, ο Δελαρός προσπαθούσε να αντιμετωπίσει τους επαγγελματίες πειρατές, οι οποίοι λυμαίνονταν τις ακτές της περιοχής. Έτσι δεν εκτίμησε δεόντως το ποίμνιο των Αθηνών. Και οι επιχειρήσεις του Ι. Δελαρός εναντίον των λυμαίνοντων το Αιγαίο και τις θάλασσες του Δουκάτου πειρατών λάμβανε μερικές φορές μορφή επιθετικών επιδρομών κατά των νήσων του Αιγαίου πελάγους, τα δε εκ τούτων οφέλη διέθετε για τις ανάγκες της συντήρησης του πολυδάπανου δουκάτου.

«Η Βουργουνδιακή Αθήνα έκλεινε στους κόλπους της την Αττική, τη Βοιωτία, τη Μεγαρίδα, τις οχυρές πόλεις του Άργους και της Ναυπλίας και την αρχαία Οπουντιακή Λοκρίδα. Με μια τέτοια θέση, η Αθηναϊκή Πολιτεία κατείχε μια αξιόλογη έκταση παραλίων και τουλάχιστον τέσσερα πόρτα (λιμάνια): του Πειραιά (το Πόρτο Λεόνε), τη Ναυπλία, την Αταλάντη απέναντι στην Εύβοια, και τη Λιβαδόστρα ή Rive d’ Ostre, όπως την ονόμαζαν οι Φράγκοι στον κόλπο των Αλκυονιδών, στον Κορινθιακό κόλπο, το συνηθισμένο πόρτο που ταξίδευαν για τη Δύση.

Ωστόσο οι Βουργούνδιοι αφέντες της Αθήνας μικρή προσπάθεια έκαναν για να δημιουργήσουν στόλο γιατί περιορίστηκαν σε ερασιτεχνικό πλιάτσικο. Οι επαγγελματίες πειρατές με την ευκαιρία, που δεν υπήρχε καμία ναυτική δύναμη στην πολιτεία, έκαναν τη δουλειά τους, τα πρώτα χρόνια της φραγκοκρατίας όπως και στα τελευταία της Βυζαντινής εποχής. Οι Λατίνοι πειρατές αποκαλούμενοι Καπελλέτι (Capeletti) αδιαφορώντας για το ότι η Αττική ήταν τώρα Λατινικό κράτος, έκαναν τις ακτές επικίνδυνες, σε σημείο που το ταξίδι ως τον Κορινθιακό κόλπο αποκαλείτο «Η αποδημία του Αχέροντα», τόσο ώστε ο Επίσκοπος των Θερμοπυλών να μεταφέρει την έδρα του στην ενδοχώρα για να αποφύγει αυτούς τους θαλασσινούς ληστές» (W. Miller, ο.π., σ. 110). Έτσι τα παράλια της Αττικής είχαν μετατραπεί σε πειρατικές φωλιές.

Δεν υπάρχουν πηγές που να μαρτυρούν ότι ο Πειραιάς χρησιμοποιήθηκε ως εμπορικό λιμάνι ούτε από τους De la Roche (1204-1311), ούτε από τους Καταλανούς (1311-1388) εκτός από ορισμένες έκτακτες ή ευκαιριακές περιπτώσεις.

«Στις 9 Ιουνίου 1319 συνήφθηκε συνθήκη ειρήνης μεταξύ του Φρειδερίκου της Σικελίας (για τους Καταλανούς) και της Βενετίας που ανανεώθηκε δυο χρόνια. Σ’ αυτή την ειρήνη η εταιρεία Καταλανών δεν είχε δικαίωμα να εξοπλίσει πλοία στο Σαρωνικό κόλπο (της «θάλασσας» της Αθήνας). Αυτά τα έκτακτα μέτρα είχαν σκοπό να παρεμποδίσουν την αύξηση του Καταλανικού στόλου που είχε αρχίσει να γίνεται απειλητικός για τα Βενετσιάνικα συμφέροντα στην Ανατολή (W. Miller, ο.π., σ. 306). Σύμφωνα με τους όρους της συνθήκης, το καταλανικό εμπόριο από και προς το Δουκάτο Αθηνών θα περιοριζόταν στο λιμάνι του Λιβαδοστρού στον Κορινθιακό Κόλπο. Σε σύγκριση με το Πόρτο Λεόνε, οι λιμενικές διευκολύνσεις του Λιβαδοστρού (Ρίβα ντ’ Όστρο) ήταν σημαντικά κατώτερες. Υπήρχε μόνο ένα φυλάκιο και όλα τα φορτία έπρεπε να μεταφέρονται στην ξηρά με βάρκες. Κανένα καταλανικό σκάφος δεν επιτρεπόταν να πλεύσει στο Σαρωνικό, ενώ όσα βρίσκονταν ήδη εκεί θα παροπλίζονταν και τα εφόδιά τους θα αποθηκεύονταν στην Ακρόπολη (In castro Athenarum).

Όλες οι φιλοδοξίες του οίκου της Βαρκελώνης στο δυτικό Αιγαίο παραχωρήθηκαν από τους Καταλανούς της κεντρικής Ελλάδος (δηλ. του Δουκάτου των Αθηνών) με αντάλλαγμα την ευμενή στάση των Βενετών στα εδαφικά κέρδη που είχαν αποκτήσει στην ηπειρωτική χώρα (P. Lock «Οι Φράγκοι στο Αιγαίο», σ. 203). Έτσι οι Βενετοί εμπόδισαν την ανάπτυξη του Πειραιά συστηματικά με σκοπό την υποβάθμισή του. Το ίδιο ισχύει και για την τελευταία περίοδο της Φραγκοκρατίας (Φλωρεντιακή-Βενετική) που κράτησε ως το 1456.

Επί ενετοκρατίας η χερσόνησος Ακτή (Πειραϊκή χερσόνησος) απομονώθηκε δια τείχους από της άλλης πόλεως μ’ ένα ενετικό φρούριο. Και δεν πρέπει να παραλείψω ότι από τις αρχές του 11ου αιώνος υπήρχε στον Πειραιά η μονή του Αγίου Σπυρίδωνος. Και όπως γράφει ο Ιωάννης Μελάς: «… εις το ερημωμένον επί αιώνας πειραϊκόν και όλον παράλιον περίγυρον, μνήμονες των παλαιών… έστεκαν οι μοναχοί του από του ΙΑ΄ τουλάχιστον μ.Χ. αιώνος ιδρυμένου μοναστηρίου του Αγίου Σπυρίδωνος…».

Κατά την πρώτη περίοδο ο Πειραιάς διατελεί εν τελεία παρακμή και μόνο ως λιμάνι εξακολουθεί να χρησιμοποιείται, αναφέρονται δε οι εκάστοτε δι’ αυτόν επιδρομώντες κατά των Αθηνών.

Περιορισμένες είναι οι πληροφορίες που δίνουν οι πηγές για την οικονομική και εμπορική κίνηση στα πρώτα χρόνια της καταλανοκρατίας στην Ελλάδα. Οι Βενετοί είχαν εμποδίσει την ανάπτυξη του Πειραιά, που βρισκόταν πολύ κοντά στις κτήσεις τους ιδίως στην Εύβοια και τις Κυκλάδες, και το μόνο λιμάνι που φαίνεται ότι γνώρισε κάποια κίνηση ήταν το Λιβάδοστρο στον κορινθιακό κόλπο (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τ. θ΄ σε. 258).

«Με τη διανομή του 1204, οι Βενετοί πήραν αρκετές βυζαντινές πόλεις, που διέθεταν λιμάνια, τα οποία βελτίωσαν και χρησιμοποίησαν, αλλά οι Φράγκοι άργησαν πολύ να δημιουργήσουν παρόμοιες εγκαταστάσεις. Επίνειο της Άμφισσας ήταν η Ιτέα ενώ βασικό λιμάνι του Δουκάτου των Αθηνών φαίνεται ότι ήταν πάντα το Λιβαδοστρό στον Κορινθιακό κόλπο. Αμφότερα ήταν απλά αραξοβόλια που προστατεύονταν από έναν πύργο. Το εμπόριο διαμέσου αυτών ήταν περιορισμένο και βασικός λόγος υπάρξεώς τους φαίνεται η ταχεία προσπέλαση στα λιμάνια της νότιας Ιταλίας.

Ο Πειραιάς είχε φυσικά αρκετά ανεπτυγμένες λιμενικές εγκαταστάσεις, στις οποίες προστέθηκε ένας πύργος κάποια στιγμή πριν από τα μέσα του 15ου αιώνα. Το λιμάνι του εξυπηρετούσε το Αιγαίο και φαίνεται ότι ήταν πολύ σημαντικό για το Δουκάτο των Αθηνών, τον 14ο αιώνα. Οι Βενετοί αγωνίστηκαν να περιορίσουν τις καταλανικές δραστηριότητες (στο Πόρτο Λεόνε)


Κι όπως γράφει ο W. Miller: «Μ’ όλο που η Βενετία υποχρέωνε την εταιρία των Καταλανών να μην έχει γαλέρες στον Πειραιά, κι έφερνε εμπόδια στους Καταλανούς της Αίγινας, σε κάθε εμπορική κίνηση, το «Πόρτο της Αθήνας» είχε ξανααποκτήσει μέρος της αξίας του γιατί ακούμε για έναν λιμενάρχη διορισμένο και για πλοία από την Ισπανία που πόδισαν εκεί» (W. Miller, ο.π., σ. 392).

Και ο Φερδινάνδος Γρηγορόβιος (Ιστορία της Πόλεως των Αθηνών κατά τους μέσους αιώνας, μετάφ. Σπ. Λάμπρου, βιβλ. Γ΄, κεφ. Β΄) γράφει: «Τουλάχιστον δεν περιεσώθησαν μέχρις ημών ειδήσεις περί της κατά θάλασσαν εμπορίας, ουδέ ηδυνήθημεν ν’ ανακαλύψωμεν Αθηναίου εμπόρους και Αθηναϊκά εμπορικά πρακτορεία στους λιμένες της Ανατολής. Τον δε Πειραιά φαίνονται επισκευάσαντες οι Δελαρός χάριν εμπορικών πλοίων».

Αντίθετα η Σοφία Ι Δοανίδου (Η Φραγκοκρατία στην Πόλη των Αθηνών 1204-1456) υποστηρίζει ότι οι Φλωρεντίνοι χρησιμοποίησαν τον Πειραιά ως εμπορικό λιμάνι, χωρίς όμως ανάλογες πειστικές μαρτυρίες. Αλλά στην περίοδο της ηγεμονίας το Γκυ Β΄ De la Roche (1287-1308) υπήρξε μια ακτινοβολία του δουκάτου, «που πήγαζε από την καλλιέργεια και την υφαντική βιοτεχνία μετάξης. Η κοπή νομισμάτων υποδηλώνει την οικονομική ευημερία του δουκάτου» (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λάρους-Μπριτάνικα λ. Αθήνα σ. 357). Μετά το 1820 κυκλοφόρησε από δουκάτο ένα δηνάριο-Τορνέσι στη Θήβα.

Ο C. G. Lowe (1588) γράφει ότι υπάρχει πολύ εμπόριο στην Αθήνα. Σαν σπουδαία εμπορεύματα αναφέρει ειδικά το μετάξι, το μπαμπάκι, τα βελανίδια και το κερί, τα οποία παράγονται στην Αττική.

Και μην ξεχάσω να αναφέρω την επίσκεψη στην Αθήνα του Μακιαβέλι (στις 16 Δεκεμβρίου 1423) που τονίζει σε επιστολή του προς το Νέριο της Λευκάδας ότι «ποτέ δεν είδε χώρα τόσο ωραία όπως αυτή και ακρόπολη τόσο ωραία». Και φυσικά πέρασε και από το Πόρτο Λεόνε. Τότε, ο καταλανικός πληθυσμός της Αθήνας ήταν περίπου 3.000 άτομα σε σύνολο 10.000 (P. Lock). Το 1435 ο Νέριος Αντζαγιόλης κατορθώνει δι ενός ενετικού κατέργου να κυριεύσει τον Πειραιά, κατόπιν την Αθήνα, πλην της Ακροπόλεως. Θρυλική παράδοση αναφέρει ότι περί τα τέλη της Φραγκοκρατίας κατέπλευσεν ο ενετικός στολίσκος (ίσως από τον Βαρθ. Κονταρίνην) ίνα ελευθερώσει την θείαν του Φράγκου Δούκα Αντζαγιόλη, Κιάραν Τζώρτζη.

Και για την ιστορία η φιλόδοξη Κιάρα Τζώρτζη, πέτυχε με σουλτανική έγκριση να σφετεριστεί την εξουσία του επιτροπευόμενου γιου της Φραγκίσκου (1451-1455) μέχρι το 1455, οπότε ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ διέταξε την απομάκρυνση της Κιάρας και του συζύγου της Βαρθολομαίου Κονταρίνι. Ο διάδοχός της Φράγκος, γιος του Δούκα Αντόνιο, φυλάκισε την Κιάρα στα Μέγαρα και αργότερα τη φόνευσε. Με πρόσχημα το φόνο της Κιάρας, ο Ομάρ πασάς κατέλαβε την Αθήνα (Ιούνιος 1456) εκτός από την Ακρόπολη, που υπεράσπιζε απεγνωσμένα ο Φράγκο μέχρι τον Ιούλιο του 1458. Με την άλωση της Ακρόπολης ολοκληρώθηκε η κατάκτηση του δουκάτου της Αθήνας, που πέρασε μαζί με τον λοιπό ελληνικό κόσμο και τον Πειραιά στην περίοδο της τουρκοκρατίας (1456-1821).

Τον Αύγουστο του 1458 μπήκε στην Αθήνα ο σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ για να δει και να θαυμάσει, όπως ήταν η επιθυμία του, τα αρχαία μνημεία και απέδωσε επιείκεια στους κατοίκους και την παραχώρηση πολλών προνομίων.


συνεχεια...
.

01 Σεπτεμβρίου 2007

Ελαίας Εγκώμιον.

Στο ΣΠΑΠ που θα λειτουργεί ώς τις 20 Μαίου του 2008, θα παρουσιαστούν εκθέματα αρχαίων αντικειμένων που σχετίζονται με την ελιά και προέρχονται από τη «Συλλογή Γεωργίου Τσολοζίδη». τα οποία είχαν συνοδεύσει και την έκθεση και στην πρώτη της διοργάνωση. Τώρα, το κοινό θα έχει την ευκαιρία να θαυμάσει ακόμη 20 αρχαιότητες από τα μουσεία της αρχαίας Ολυμπίας, την παρουσίαση των οποίων επιμελήθηκε η Ζ΄ Εφορεία.

H θέση της ελιάς στη διαμόρφωση των δεσμών των Ελλήνων με τη γη, η πανάρχαια σημασία του καρπού της στην αγροτική παραγωγή και την οικονομία γενικότερα και οι συνακόλουθοι συμβολισμοί στη λατρεία, στην τέχνη και στον πολιτισμό, αναδεικνύονται μέσα από τη συγκεκριμένη έκθεση, η οποία παρακολουθεί την ελιά στην καθημερινή ζωή. Στις συνήθειες, τα έθιμα, τις κοινωνικές, συναλλακτικές και οικονομικές σχέσεις αλλά και τη συμβολή της ως αντικείμενο έμπνευσης στις ποικίλες μορφές τέχνης.

Η οργάνωση παραγωγής για την Πολιτιστική Εταιρεία του Δήμου Αρχαίας Ολυμπίας έγινε από την Αλεξία Λιάγκουρα και τον Θάνο Τουρή.

Θεματικές ενότητες από τη μυθολογία και την ιστορία της ελιάς στον χώρο της Μεσογείου και τη σχέση της με τους Ελληνες, τη σημασία της στη διατροφή, την υγεία, την οικονομία αλλά και τη λατρεία, την αναγωγή της σε σύμβολο περιλαμβάνει η έκθεση «Ελαίας Εγκώμιον» του Κέντρου Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών που φιλοξενείται από το Σάββατο στους εκθεσιακούς χώρους του συνεδριακού κέντρου ΣΠΑΠ στην Ολυμπία.

Η τεκμηρίωσή της στηρίζεται στη μακροχρόνια έρευνα που έγινε από το Κέντρο Λαογραφίας για το θέμα στο πλαίσιο της δημιουργίας του «Ελληνικού Μουσείου Ελιάς» στον παραδοσιακό οικισμό Καψαλιανά του δήμου Αρκαδίου Ρεθύμνης. Δύο μεγάλα διεθνή συνέδρια των οποίων δημοσιεύτηκαν το 2003 τα Πρακτικά. Η έκθεση πρωτοπαρουσιάστηκε στο Μέγαρο της Ακαδημίας Αθηνών με επιτυχία κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Την επιμέλεια είχαν η αρχαιολόγος Λουίζα Καραπιδάκη και οι ιστορικοί τέχνης Ιρις Κρητικού και Φλάβια Nessi-Γιατζιτζόγλου σε συνεργασία με την αρχιτέκτονα Ελενα Ζερβουδάκη.

Η έκθεση πραγματοποιείται με πρωτοβουλία και την υποστήριξη του Δήμου Αρχαίας Ολυμπίας σε συνεργασία με τη Ζ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.