23 Οκτωβρίου 2007

Το Δουκάτο των Αθηνών.

Το Δουκάτο των Αθηνών ήταν κρατίδιο με έδρα την Αθήνα το οποίο δημιουργήθηκε το 1205 από τους Φράγκους μετά την κατάκτηση της Κωνσταντινούπολης κατά την Δ' Σταυροφορίας (1204) και διατηρήθηκε ως την κατάληψη των Αθηνών από τους Τούρκους, το 1456 μετά από ύπαρξη 251 ετών.

Στα τέλη του 1204 ο Βονιφάτιος ο Μονφερατικός κατέλαβε την Αθήνα και οι Φράγκοι επιδόθηκαν στη λεηλασία της πόλης. Ο ναός της Παναγίας της Αθηνιώτισσας στον Παρθενώνα συλήθηκε και καταστράφηκε η μητροπολιτική βιβλιοθήκη με τα πολύτιμα χειρόγραφα που είχε δημιουργήσει ο λόγιος μητροπολίτης Μιχαήλ Χωνιάτης. Ο ίδιος, όπως και πολλοί από τους Αθηναίους, εγκατέλειψε την πόλη.

Ο Βονιφάτιος παραχώρησε την Αθήνα μαζί με τα Μέγαρα στον επιφανή ιππότη από τη Βουργουνδία Όθωνα de la Roche, στον οποίο είχε παραχωρήσει νωρίτερα και τη Θήβα. Ο Όθων προσαγορεύτηκε «Κύριος των Αθηνών» (Dominus Athenarum, Sire d'Athenes). Τον διαδέχτηκε ο ανιψιός του Γκυ ντε λα Ρος. Ο Γκυ αναγνωρίστηκε το 1260 από τον βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Θ' ως δούκας των Αθηνών. Ο οίκος των Ντε λα Ρος ηγεμόνευσε μέχρι το 1308, οπότε πέθανε άκληρος ο Γκυ Β'. Τον διαδέχτηκε ο εξάδελφός του Γκωτιέ της Βρυέννης (de Brienne), κόμης του Λέτσε της Απουλίας.

Μετά τη μάχη της Κωπαΐδας το 1311, όπου οι Φράγκοι νικήθηκαν από τους Καταλανούς και όπου σκοτώθηκε ο δούκας της Αθήνας, το δουκάτο πέρασε στην κυριαρχία των Καταλανών που πρόσφεραν την ηγεμονία στο στέμμα των βασιλέων της Αραγωνίας. Η κυριαρχία των Καταλανών καταλύθηκε το 1388 με την κατάληψη της Ακρόπολης από τον Φλωρεντινό τραπεζίτη και τυχοδιώκτη Νέριο Ατσαγιόλι (Acciaiuoli), που από το 1385 είχε καταλάβει την πόλη της Αθήνας. Με εξαίρεση μια βραχύχρονη βενετική κατοχή (1395-1403) ο οίκος των Ατσαγιόλι ηγεμόνευσε μέχρι το 1458, όταν οι Τούρκοι, που από το 1456 είχαν καταλάβει την Αθήνα έγιναν κύριοι και της Ακρόπολης.

Σε όλη αυτή την περίοδο, η Αθήνα αποτελούσε το καύχημα των δυτικών κυριάρχων. Ο βασιλιάς της Αραγωνίας και δούκας της Αθήνας Πέτρος Δ' της Αραγωνίας είχε χαρακτηρίσει την Ακρόπολη το 1380 ως «το πιο ακριβό στολίδι που υπάρχει στον κόσμο», ενώ οι Φλωρεντινοί δούκες με τη φιλορθόδοξη πολιτική και την ελληνότροπη συμπεριφορά τους προπαρασκεύαζαν τον εξελληνισμό του δουκάτου και θεωρούσαν μέγιστο αγαθό τη διαβίωσή τους στην πόλη αυτή.

Κατάλογος των Δουκών των Αθηνών.

Όθων ντε λα Ρος (Μέγας Κύρης) (1205-1225)
Γκυ Α' ντε λα Ρος (ο πρώτος με τον τίτλο Δούκας) (1225-1263)
Ιωάννης ντε λα Ρος (1263-1280)
Γουλιέλμος ντε λα Ρος (1280-1287)
Ελένη Ντε Λα Ρος Δούκαινα Κομνηνή (ως επίτροπος του Γκυ Β')
Γκυ Β' ντε λα Ρος (1287-1308)
Γκωτιέ ντε Μπριέν (1308-1311)
Ρουτζιέρο Ντεσλόρ (Ruggero Deslaur) (1311-1312)
Μανφρέδος της Αραγωνίας (Manfredi d'Aragona) (1312-1317)
Μπερενγκέρ Εστανιόλ (Berenguer Estanyol) (βικάριος) 1312-1317
Γουλιέλμος της Αραγωνίας (Guglielmo II d'Aragona) (1317-1338)
Αλφόνσος Φρειδερίκος της Σικελίας (Alfonso Federico di Sicilia), (βικάριος) 1317-1338)
Ιωάννης Β' της Αραγωνίας (Giovanni II d'Aragona) (1338-1348)
Φρειδερίκος Α' των Αθηνών (Federico I di Atene) (1348-1355
Φρειδερίκος Γ' ο απλός της Σικελίας, Φρειδερίκος Β' των Αθηνών (1355-1377)
Ρουτζέρο ντε Φλορ (Ruggero de Flor) (βικάριος) 1362-1370
Λουδοβίκος Φρειδερίκος κόμης Σαλώνων (Luigi Federico conte di Salona) (βικάριος) 1375-1380
Μαρία της Σικελίας (Maria di Sicilia) (1377-1388) (με τον Πέτρο Δ' της Αραγωνίας από το 1381)
Νέρι Α' Ατσαϊόλι (Neri I Acciaioli) (1388-1394)
Αντώνιος Α' Ατσαϊόλι (Antonio I Acciaioli) 1394-1395
Φραγκίσκος Francesco Acciaioli (1394-1395)
Έλεγχος από την Βενετία (1395-1402)
Αντώνιος Α' Ατσαϊόλι Antonio I Acciaioli (1402-1435)
Νέρι B' Ατσαϊόλι (Neri II Acciaioli) (1435-1439)
Αντώνιος Α' Ατσαϊόλι (Antonio II Acciaioli) (1439-1441)
Νέρι B' Ατσαϊόλι (δέυτερη φορά) (1441-1451)
Κλάρα Ζόρζι (Clara Zorzi) 1451
Βαρθολομέος Κονταρίνι (Bartolomeo Contarini) 1451-1454
Φραγκίσκος Α' Κονταρίνι (Francesco I Contarini) 1451-1454
Φραγκίσκος Β' Κονταρίνι (Francesco II Acciaioli) (1455-1458)

12 Οκτωβρίου 2007

Στον Αλ Γκορ το νομπελ ειρηνης.

Σύμφωνα με τον πρόεδρο της νορβηγικής Επιτροπής Νόμπελ, "το βραβείο απονέμεται για τις συλλογικές προσπάθειες τους και τη διάδοση των γνώσεων σχετικά με τις κλιματικές αλλαγές που προκαλούνται από τον άνθρωπο, καθώς επίσης επειδή έθεσαν τα θεμέλια για τα απαραίτητα μέτρα στη μάχη κατά των αλλαγών αυτών".

Το βραβείο, ένα δίπλωμα , ένα χρυσό μετάλλιο και μια επιταγή 10 εκατομμυρίων σουηδικών κορωνών- θα τους απονεμηθεί στο Οσλο στις 10 Δεκεμβρίου.

"Με τιμά βαθιά το γεγονός ότι έλαβα το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης", αναφέρει σε δήλωσή του, ο Αλ Γκορ, θεωρώντας τιμή να το μοιράζεται με τη Διακυβερνητική Διάσκεψη για τις Κλιματικές Αλλαγές, "το κορυφαίο στον κόσμο - όπως το χαρακτηρίζει-, επιστημονικό σώμα που είναι αφιερωμένο στη βελτίωση των γνώσεών μας για την κλιματική κρίση".

Ο Γκορ δήλωσε επίσης πως θα δωρίσει όλο το μερίδιό του στη Συμμαχία για την Προστασία του Κλίματος, μια διακομματική μη κερδοσκοπική οργάνωση που είναι αφιερωμένη στο να καταδείξει στην κοινή γνώμη στις ΗΠΑ και τον κόσμο τον κατεπείγοντα χαρακτήρα που έχει η επίλυση της κρίσης του κλίματος.

O πρώην Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ πρόσθεσε πως η κλιματική αλλαγή είναι ένα ηθικό, όχι πολιτικό, ζήτημα.

"Αντιμετωπίζουμε μια αληθινή πλανητική κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Η κλιματική κρίση δεν είναι ένα πολιτικό ζήτημα, είναι μια ηθική και πνευματική πρόκληση για όλη την ανθρωπότητα. Είναι επίσης η μεγαλύτερη ευκαιρία να αυξήσουμε σ' ένα υψηλότερο επίπεδο την παγκόσμια συνειδητοποίηση", αναφέρει στη δήλωσή του.

Ο Λευκός Οίκος εξέφρασε την ικανοποίησή του για την απονομή στον πρώην αντιπρόεδρο των ΗΠΑ Αλ Γκορ και στην Διακυβερνητική Διάσκεψη του ΟΗΕ για τις Κλιματικές Αλλαγές του βραβείου Νόμπελ Ειρήνης.

02 Οκτωβρίου 2007

Το δημοτικο τραγουδι και ο ερωτας.

Η μουσική συλλογή με τίτλο "Του Κρασιού και του Έρωτα" περιλαμβάνει μια σειρά από επιλεγμένα μελοποιημένα αποσπάσματα αρχαίων Ελλήνων λυρικών ποιητών (Ανακρέων, Σαπφώ, Αλκαίος, Ίων ο Χίος , Πρατίνας, Κριτίας) με κοινό στοιχείο την αναφορά στο Κρασί και τον Έρωτα.

Στόχος του έργου είναι η προβολή της αρχαίας ελληνικής λυρικής ποίησης ως πρωτοπόρου και επαναστατικού λόγου, που οριοθετεί ένα σημαντικό σταθμό στην ιστορία του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Την τοποθέτηση του ανθρώπου ως ατόμου στο κέντρο του ιστορικού γίγνεσθαι καθώς υπήρξε η απαρχή της θεματικής στροφής της Τέχνης από την εξύμνηση των λαμπρών κατορθωμάτων ηρώων και ηγεμόνων στον απλό άνθρωπο και την καθημερινή του ζωή, που αποκτά πλέον αξία . Η απελευθέρωση αυτή της ανθρώπινης σκέψης από τους φόβους και τις προκαταλήψεις, η αναζήτηση της αλήθειας, ο ύμνος στη ζωή και τα πάθη της και η αποδοχή του ανθρώπου ως ατόμου-πολίτη γεννούν κατά σειρά την επιστήμη το θέατρο και τη δημοκρατία.

Ένας δεύτερος όμως και εξίσου σημαντικός λόγος είναι η κατάδειξη όχι μόνο της συνέχειας της ελληνικής γλώσσας και μουσικής μέσα στο χρόνο αλλά και της συνέχειας μέσα στους αιώνες της ελληνικής ιδιοσυγκρασίας, στάσης ζωής και φιλοσοφίας.

Ο Ησίοδος, στη Θεογονία του, θεωρεί ως αρχαιότερη θεά τη Γαία και ως αρχαιότερο θεό τον Έρωτα, που είναι ο ωραιότερος απ’ όλους τους αθάνατους, λύνει τα μέλη του σώματος, λυγάει την ψυχή και των θεών και των ανθρώπων και σβήνει την περίσκεψη από τον νου τους. Και στο Συμπόσιο του Πλάτωνα, που είναι το πρώτο στην ιστορία της ανθρωπότητας δοκίμιο για τον έρωτα, ο Φαίδρος υποστηρίζει ότι η ζωή των ανθρώπων δεν πρέπει να κατευθύνεται ούτε από τους συγγενικούς δεσμούς ούτε από τα πλούτη ούτε από τίποτα άλλο, αλλά από τον έρωτα. Ο Ευρυξίμαχος, με τη σειρά του, επισημαίνει ότι ο θεός Έρωτας δεν περιορίζει τη δράση του στους θεούς και τους ανθρώπους, αλλά εκτείνει τη δύναμή του σε ολόκληρο το σύμπαν.
Παίρνοντας, στη συνέχεια, τον λόγο, ο Αριστοφάνης εκθέτει τη δική του άποψη για τον έρωτα. Λέει, λοιπόν, ότι παλιά το ανθρώπινο σώμα δεν ήταν όπως αυτό που έχουμε τώρα, αλλά ήταν διπλό. Είχαμε, δηλαδή, δύο σώματα ενωμένα σε ένα. Αλλά επειδή οι άνθρωποι τόλμησαν κάποια στιγμή να τα βάλουν με τους ίδιους τους θεούς, ο Δίας αποφάσισε να τους τιμωρήσει. Έτσι, έκοψε στη μέση τα διπλά τους σώματα κι έφτιαξε από τον καθένα δυο διαφορετικούς ανθρώπους που συμπλήρωναν ο ένας τον άλλον. Μετά τη διχοτόμηση, το κάθε σώμα αναζητούσε απεγνωσμένα το άλλο του μισό. Κι όταν το έβρισκε, το σφιχταγκάλιαζε και δεν έκανε τίποτα άλλο, παρά περίμενε να ξαναενωθεί μαζί του. Καθώς τα δυο μισά δεν νοιάζονταν ούτε για φαγητό ούτε για ύπνο, το γένος των ανθρώπων κινδύνευε με αφανισμό. Ο Δίας τους λυπήθηκε και, τοποθετώντας αντικριστά τα γεννητικά τους όργανα, όρισε να ερωτεύονται και να σμίγουν για να αναπαραχθούν. Γι’ αυτό και ο έρωτας είναι η αναζήτηση του χαμένου μας μισού. Ερωτευόμαστε γιατί ποθούμε να ξαναβρούμε τη χαμένη μας ενότητα, γιατί νοσταλγούμε, δηλαδή, την παλιά μας ολοκληρωμένη φύση.
Μετά τον Αριστοφάνη, ο Αγάθωνας τονίζει ότι ο έρωτας είναι αυτός που φέρνει την ειρήνη στους ανθρώπους και στο πέλαγος την απανεμιά και τη γαλήνη. Αυτός είναι επίσης που κοιμίζει τους ανέμους και χαρίζει τον ύπνο στα θλιμμένα κορμιά. Ο έρωτας, που εξαφανίζει την αγριότητα και μας κάνει μειλίχιους, είναι το στολίδι θεών και ανθρώπων και όλοι μας πρέπει να τον ακολουθούμε πιστά και να τον δοξάζουμε σε κάθε εκδήλωση της ζωής μας. Τελευταίος παίρνει τον λόγο ο μεγάλος ανατροπέας, ο Σωκράτης. Πρώτα πρώτα, αμφισβητεί ότι ο έρωτας είναι θεός. Είναι, λέει, δαίμονας, δηλαδή κάτι ανάμεσα σε θεό και σε άνθρωπο. Γονείς του είναι η Πενία και ο Πόρος. Είναι μονίμως φτωχός και κάθε άλλο παρά ωραίος όπως τον φαντάζονται οι πολλοί. Είναι απεριποίητος, ξυπόλυτος και άστεγος. Δεν κοιμάται σε κρεβάτια και στρώματα, αλλά στο δάπεδο, στο ύπαιθρο, στους δρόμους, στα κατώφλια, έχοντας ως μόνιμη σύντροφο τη στέρηση. Είναι, σαν τον πατέρα του, πανούργος παγιδευτής των ωραίων και των εκλεκτών, γενναίος και ριψοκίνδυνος, δολοπλόκος και επιτήδειος γητευτής, που ξέρει να μαγεύει πότε με βότανα και πότε με όμορφα λόγια. Πότε δεν έχει κάτι σε απόλυτο βαθμό, αλλά βρίσκεται πάντοτε στη μέση, ανάμεσα σε πράγματα αντίθετα. Δεν είναι, για παράδειγμα, ούτε διαρκώς πλούσιος ούτε διαρκώς φτωχός, αλλά πότε πλούσιος και πότε φτωχός.
Ο έρωτας, συνεχίζει ο Σωκράτης, είναι επιθυμία γέννησης μέσα στο ωραίο. Όταν δηλαδή κάποιος αισθάνεται την ανάγκη να γεννήσει (είτε ένα παιδί είτε ένα έργο πνευματικό), για να κερδίσει έτσι την αθανασία, ερωτεύεται και αναζητεί κάτι όμορφο (είτε σώμα είτε ψυχή είτε κάτι άλλο) για να γεννήσει μέσα του. Υπάρχει, τώρα, μια, ας πούμε, “ερωτική σκάλα” την οποία πρέπει να ανέβει κάθε συνετός άνθρωπος. Στο πρώτο σκαλοπάτι, ο άνθρωπος αυτός ερωτεύεται τα ωραία σώματα. Ύστερα, ανακαλύπτει ότι η ομορφιά της ψυχής είναι σημαντικότερη από αυτήν του σώματος και αρχίζει να ερωτεύεται τις ωραίες ψυχές. Στη συνέχεια, ερωτεύεται την επιστήμη, τη γνώση, και φτάνει (σε μεγάλη ηλικία) στο τελευταίο σκαλοπάτι, όπου ερωτεύεται την απόλυτη ομορφιά, την αιώνια και άφθαρτη ιδέα του ωραίου. Είναι φανερό ότι στους νέους ανθρώπους αρμόζει ο έρωτας των σωμάτων, ως μαθητεία στην ομορφιά, ενώ ο έρωτας των ιδεών ταιριάζει στους ηλικιωμένους.
Ο έρωτας και η αγάπη είναι συναισθήματα που έχουν πολλές ομοιότητες, αλλά και αρκετές διαφορές μεταξύ τους. Ωστόσο, συχνά χρησιμοποιούμε και τους δυο όρους για να εκφράσουμε το ίδιο συναίσθημα. Ο λαϊκός άνθρωπος, για παράδειγμα, χρησιμοποιεί τη λέξη “αγάπη” για να δηλώσει κυρίως τα ερωτικά του συναισθήματα. Αλλά το ίδιο έκαναν -και κάνουν- και άνθρωποι που είναι σε θέση να διακρίνουν τις διαφορές των δύο εννοιών (αν, τελικά, υπάρχουν ευδιάκριτες διαφορές). Όταν ο Σταντάλ λέει ότι “αγάπη είναι ν’ απολαμβάνεις, να βλέπεις, ν’ αγγίζεις και να νιώθεις μ’ όλες σου τις αισθήσεις”, μάλλον αναφέρεται σε μια ερωτική ορμή που αγκαλιάζει όλο το σύμπαν. Κι όταν ο Μπαλζάκ ορίζει την αγάπη ως “την ποίηση των αισθήσεων” μάλλον έχει κατά νου τον έρωτα. Στα ελληνικά δημοτικά τραγούδια, εκφράζονται (με ανυπέρβλητης ομορφιάς απλότητα) όλα όσα έχουν να κάνουν με τον έρωτα και την αγάπη. Εντυπωσιάζει το γεγονός ότι αυτό που πρώτιστα ενδιαφέρει τον ερωτευμένο λαϊκό άνθρωπο είναι η ομορφιά του σώματος. Αλλά θα αποφύγω την παγίδα να νερώσω με θεωρητικά σχόλια αυτήν την καθαρή ερωτική ποίηση, που συγκίνησε μεγάλους δημιουργούς όπως ο Χατζιδάκις. Έτσι, θα αφήσω τα ίδια τα τραγούδια να μιλήσουν κατευθείαν στην ψυχή σας.

Εβγάτε αγόρια στο χορό, κοράσια στα τραγούδια
Πέστε και τραγουδήσετε πώς πιάνεται η αγάπη
-Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλια κατεβαίνει
Κι από τα χείλια στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει

Δεν ειν’ ο έρωτας ανθός, μαζί του για να παίξεις
Μον’ είναι βάτος μ’ αγκαθιές κι αλίμονό σου αν μπλέξεις

Η αγάπη θέλει φρόνηση, θέλει ταπεινοσύνη
Θέλει λαγού περπατησιά, αϊτού γληγοροσύνη

Μάτια με μάτια βλέπονται κι αχείλι δε φιλιέται
Κορμί δεν αγκαλιάζεται, αγάπη δε λογιέται

Η αγάπη βράχους κατελεί και τα θεριά μερώνει
Κι εγώ την έχω στην καρδιά, γι αυτό με θανατώνει

Ο έρωτας ανυφαντής με πανουργιά εγίνη
Αράχνη έστησε ψηλά και πιάστηκα σ’ εκείνη
Και για να φύγω δεν μπορώ, με τα φτερά με σώνει
Αυτός ζυγώνει από κοντά κι από μακριά σκοτώνει

Δεν είναι πόνος να πονεί, πόνος να θανατώνει
Σαν την αγάπη την κρυφή, που δεν ξεφανερώνει

Δίχως χιονιά χιονίζουμαι, δίχως βροχές βροχιούμαι
Δίχως μαχαίρια σφάζουμαι, όντας σε συλλογιούμαι

Της θάλασσας τα κύματα τρέχω και δεν τρομάζω
Κι όταν σε συλλογίζομαι τρέμω κι αναστενάζω

Στάλα στάλα το νερό τρυπάει το λιθάρι
Κι η κόρη με τα νάζια της σφάζει το παλικάρι

Τι να σου πω; Τι να μου πεις; Εσύ καλά γνωρίζεις
Και την ψυχή μ’ και την καρδιά μ’ εσύ με την ορίζεις

Μα συ ‘σαι μια βασίλισσα, π’ όλο τον κόσμο ορίζεις
Σα θέλεις παίρνεις τη ζωή, σα θέλεις τη χαρίζεις

Μελαχρινό μου πρόσωπο, μη βάνεις κοκκινάδι
Κι αποθαμένους και νεκρούς τους βγάζεις απ’ τον Άδη

Σένα σου πρέπει, μάτια μου, βασίλισσα να γίνεις
Και στο θρονί να κάθεσαι, τις όμορφες να κρίνεις

Να ‘χεν η γης πατήματα κι ο ουρανός κερκέλια
Να πάθιουν τα πατήματα, να ‘πιανα τα κερκέλια
Ν’ ανέβαινα στον ουρανό, να διπλωθώ να κάτσω
Να δώσω σείσμα τ’ ουρανού, να βγάλει μαύρα νέφη
Να βρέξει χιόνι και νερό κι ατίμητο χρυσάφι
Το χιόνι να ρίξει στα βουνά και το νερό στους κάμπους
Στην πόρτα της πολυαγαπώς τ’ ατίμητο χρυσάφι

Να ‘σουν στον κάμπο λεϊμονιά κι εγώ στα όρη χιόνι
Να λιώνω να ποτίζονται οι δροσεροί σου κλώνοι

Να ‘χα το σύννεφο άλογο και τ’ άστρι χαλινάρι
Το φεγγαράκι της αυγής να ‘ρχόμουν κάθε βράδυ

Τα χείλη σου είναι ζάχαρη, το μάγουλό σου μήλο
Τα στήθη σου παράδεισος και το κορμί σου κρίνο
Να φίλουνα τη ζάχαρη, να δάγκανα το μήλο
Ν’ άνοιγεν ο παράδεισος, ν’ αγκάλιαζα τον κρίνο

Να ‘ταν τα στήθια μου ανοιχτά, να δεις τα σωθικά μου
Πως φυτρωμένη ευρίσκεσαι μέσα εις την καρδιά μου

Καθημερνέ μου λογισμέ και νυκτική μου ελπίδα
Να μ’ είχε πάρει ο θάνατος την ώρα που σε είδα

Αν μ’ αγαπάς κι ειν’ όνειρο, ποτέ να μην ξυπνήσω
Γιατί με την αγάπη σου ποθώ να ξεψυχήσω

Δεν θέλω εγώ παράδεισο, μητ’ εκκλησιά ν’ αγιάσω
Μον’ θέλω το κορμάκι σου να το σφιχταγκαλιάσω

Σαν τι το θέλει η μάνα σου τη νύχτα το λυχνάρι
Οπόχει μες στο σπίτι της τ’ Αυγούστου το φεγγάρι!

Απ’ όλα τ’ άστρα τ’ ουρανού ένα είναι που σου μοιάζει
Ένα που βγαίνει το πουρνό, όταν γλυκοχαράζει

Κυπαρισσάκι μου ψηλό, ποια βρύση σε ποτίζει
Που στέκεις πάντα δροσερό κι ανθείς και λουλουδίζεις;

Θαμάζομαι όνταν πορπατείς πώς δεν ανθούν οι ρούγες
Και πώς δε γίνεσαι αϊτός με τις χρυσές φτερούγες

Όποιος φιλάει την αυγή την αγαπητική του
Παίρνει του Μάη τη δροσιά, τη ρίχνει στο κορμί του

Τα μαύρα μάτια την αυγή δεν πρέπει να κοιμούνται
Μόνο να κανακεύονται και να γλυκοφιλούνται

Σου στέλνω χαιρετίσματα, με μήλο δαγκωμένο
Κι ανάμεσα στη δαγκασιά, σου ‘χω φιλί βαλμένο

Κόκκιν’ αχείλι φίλησα κι έβαψε το δικό μου
Και στο μαντήλι το ‘συρα κι έβαψε το μαντήλι
Και στο ποτάμι το ‘πλυνα κι έβαψε το ποτάμι
Κι έβαψ’ η άκρη του γιαλού κι η μέση του πελάγου
Κατέβη ο αϊτός να πιει νερό κι έβαψαν τα φτερά του
Κι έβαψ’ ο ήλιος ο μισός και το φεγγάρι ακέριο

-Κόρη, όταν φιλιόμαστε, νύχτα ‘ταν, ποιος μας είδε;
-Μας είδε τ’ άστρο της νυχτός, μας είδε το φεγγάρι
Και το φεγγάρι έσκυψε, τής θάλασσας το λέει
Θάλασσα το ‘πε τού κουπιού και το κουπί τού ναύτη
Κι ο ναύτης το τραγούδησε στης λυγερής την πόρτα

Σε φίλησα, σε τσίμπησα, σου πήρα τις γλυκάδες
Κι αν σε φιλήσει άλλος κανείς, δεν έχεις νοστιμάδες

Εμίσεψες και μ’ άφησες σαν παραπονεμένη
Σαν εκκλησιά αλειτούργητη σε χώρα κουρσεμένη

Η αγάπη σου είναι ψεύτικη, σαν του Μαγιού το χιόνι
Οπού το ρίχνει αποβραδίς και το πρωί το λιώνει

Εγώ ‘λεγα, βρυσούλα μου, πως τρέχεις για τ’ εμένα
Μα συ ‘τρεχες και πότιζες όλα τα διψασμένα

Μηλιά που σε καμάρωνα καθημερνή και σκόλη
Τώρα έπλεξες τα κλώνια σου σε ξένο περιβόλι

Θα βάλω μια κακή φωνή, τη γης για να τρυπήσω
Να βγάλω την αγάπη μου, να τη γλυκοφιλήσω