22 Ιανουαρίου του 1788, στο Λονδίνο. Η Catherine Gordon αποκτά το πρώτο και μοναδικό της παιδί – ένα γιο, που πήρε το όνομα George Gordon Byron. Εκείνη ήταν Σκωτσέζα, από την οικογένεια των Stuart· ο πατέρας του αγοριού, o John, από τους Byron του Newstead, έναν τόπο στο δάσος του Sherwood, όπου ο μύθος ήθελε το λημέρι του Robin Hood. Δυο οικογένειες μπλεγμένες με λαμπρές ιστορίες και δόξες· βουτηγμένες στα εγκλήματα και στην τρέλα: ο καπετάνιος John Byron ήταν γνωστός με το παρανόμι Mad Jack – και η Catherine έφερνε επίσης μέσα της το σπόρο της τρέλας. Ο γιος μεγάλωσε μέσα σ’ ένα αυστηρό καλιβινιστικό περιβάλλον, με μια τρελή μητέρα, μια υποχονδιακή παραμάνα και τις ιστορίες για τους καταραμένους του προγόνους – σταυροφόρους, πειρατές και αδίστακτους φεουδάρχες· και, μεγάλωσε με την ακλόνητη βεβαιότητα ότι έφερε «το σημάδι του Κάιν» στο μέτωπο και ότι ήταν καταδικασμένος να καεί στην Κόλαση.
Από το Λονδίνο στο Αμπερντήν και από εκεί στο Newstead Abbey: ο τελευταίος λόρδος Byron – που τον ονόμαζαν “The wicked Lord” – πέθανε χωρίς απογόνους κι έτσι ο τίτλος και η περιουσία του πέρασαν στον εξάχρονο George, που τώρα πια μπορούσε να μορφωθεί όπως τα παιδιά των αριστοκρατών· πηγαίνει στο Harrow (όπου γρονθοκοπεί έναν συμμαθητή του, τον λόρδο Calthorpe, που τον αποκάλεσε άθεο επειδή διάβαζε έργα του Rousseau, του Voltaire και των ντεϊστών) και μετά στο Cambridge, όπου αρχίζει και τις ποιητικές του δοκιμές, στην αρχή με λυρικά και σατιρικά ποιήματα. Για να αντισταθμίσει την αναπηρία στο πόδι του, ασκείται συστηματικά στην κολύμβηση, την ιππασία και την πυγμαχία. Η ζωή του είναι πολυέξοδη, άστατη και σκανδαλώδης για τα δεδομένα της αγγλικής αριστοκρατίας. Και δεν θα πάψει να είναι ούτε αργότερα, όταν ο νεαρός Byron θα ενηλικιωθεί και θα λάβει τη θέση του στη Βουλή των Λόρδων το 1809· δύο από τους τρεις συνολικά λόγους που απηύθυνε στα μέλη της Βουλής, ήταν αρκετά ριζοσπαστικοί, αφού δεν δίστασε να τοποθετηθεί υπέρ των εργατών που έσπαζαν τις μηχανές στα υφαντουργεία, βλέποντας ότι η εκβιομηχάνιση τους έρριχνε στην ανεργία, και να υποστηρίξει ένθερμα τη χειραφέτηση της καθολικής Ιρλανδίας.
Αλλά πριν εγκαινιάσει τη σύντομη πολιτική του σταδιοδρομία, φεύγει για ένα μεγάλο ταξίδι με τον John Hobhouse: Πορτογαλία, Ισπανία, Μάλτα, Ήπειρος (όπου συναντά τον Αλή πασά), Αθήνα, Κωνσταντινούπολη. Και, γράφει το πρώτο του μεγάλο ποίημα, το Childe Harold’s Pilgrimage, που τον έκανε διάσημο εν μία νυκτί· κι ένα μικρότερο, το The Curse of Minerva, όπου λοιδωρεί σκληρά τον λόρδο Elgin για την κλοπή των γλυπτών του Παρθενώνα. Ακολουθούν οι «Ανατολίτικες ιστορίες» (The Giaour,The Bride of Abydos, Corsair, Lara) – η φήμη του μεγαλώνει, η εκκεντρικότητά του κορυφώνεται, οι ερωτικές του περιπέτειες αποτελούν προσφιλές θέμα συζήτησης, η περιφρόνησή του για το πλήθος των Άγγλων αριστοκρατών μέσα στο οποίο κινείται γίνεται ανυπόφορη. Εκείνοι είναι πεπεισμένοι ότι όλοι οι ήρωες που πρωταγωνιστούν στα ποιήματά του αποτελούν ακριβείς εικόνες του εαυτού του· εκείνος αποφασίζει να παίξει το παιχνίδι: μετά την έκδοση του Corsair, εμφανίζεται στα σαλόνια πάντα ντυμένος στα μαύρα, σκοτεινός όπως και ο ήρωάς του. Εκείνη την εποχή γνωρίζει την την Augusta, την ετεροθαλή αδελφή του (από τον πρώτο γάμο του πατέρα του) και νιώθει πως είναι το μόνο πρόσωπο επί γης που μπορεί να τον καταλάβει. Την ερωτεύτηκε; Είχαν σχέση; Η αγγλική κοινωνία ήταν βέβαιη πως ναι· η κόρη της Augusta, η Medora, θεωρήθηκε από όλους ως νόθο παιδί του Byron. Λίγο αργότερα, εκείνος παντρεύεται την Annabella Milbanke, «την πριγκίπισσα των παραλληλογράμμων», όπως την αποκαλούσε· ο γάμος τους κράτησε μόλις ένα χρόνο και διαλύθηκε (μετά τη γέννηση της κόρης τους Augusta-Ada) μέσα σε μια ατμόσφαιρα σκανδάλων και υπαινιγμών: ο Βyron είναι τρελός, αιμομείκτης, σατανιστής.
Ουσιαστικά επρόκειτο για οστρακισμό. Εκείνος αναχωρεί οριστικά από την Αγγλία και λίγο αργότερα πουλά το Newstead Abbey. Για ένα διάστημα πηγαίνει στη Γενεύη με τον Persy Bysshe Shelley, τη γυναίκα του Mary, και την αδελφή της Claire· σε ένα από τα βραδινά τους παιχνίδια, όπου αφηγούνταν ιστορίες τρόμου, η Mary θα αρχίσει να γράφει το Frankenstein. Μια θυελλώδης σχέση με την Claire, η γέννηση της κόρης τους Allegra, η περιήγηση στις Άλπεις– και τα ποιήματα: γράφει διαρκώς, άλλοτε σκοτεινά στοχαστικά δράματα, άλλοτε τραγωδίες, αλλά πάντα με πρωταγωνιστή εκείνο τον τύπο ήρωα που έμεινε στην ιστορία των γραμμάτων με το όνομά του: «βυρωνικός ήρωας» - ένας υπέροχος εγκληματίας, σκοτεινός, αλαζονικός, καταστροφικός, o noble outlaw, ο ξένος, ο προμηθεϊκός επαναστάτης.
Μετά την εγκατάστασή του στην Ιταλία, ξεκινά μια νέα ερωτική περιπέτεια (στη Βενετία, με την κοντέσσα Teresa Guiccioli -από την οικογένεια των Gamba), σημειώνεται η στροφή του προς τη σάτιρα (με τον αριστουργηματικό, αν και ημιτελή, Don Juan) και αναζωπυρώνεται το ενδιαφέρον του για την πολιτική (αφού συμμετέχει στο αντιπαπικό και αντιαυστριακό επαναστατικό κίνημα των Carbonari). Το κίνημα αποτυγχάνει, οι Gamba εξορίζονται και ο Byron τους ακολουθεί στην Πίζα· μετά το θάνατο της Allegra και του Shelley, ζει για λίγο στη Γένοβα και ύστερα περνά στην Ελλάδα. Μένει στο Μεσολόγγι για αρκετούς μήνες, προσπαθεί να οργανώσει στρατό (δίνοντας, έτσι, καινούρια μορφή στο μοτίβο του «ποιητή-πολεμιστή»), ενώ στην Αγγλία δημοσιεύονται, το ένα μετά το άλλο, τα άσματα του Don Juan – μια σκληρή σάτιρα των ηθών, των ανοησιών και των προκαταλήψεων της αγγλικής αριστοκρατίας, της πολιτικής και της λογοτεχνίας.
22 Ιανουαρίου του 1824, ο Βyron γράφει το ποίημα “On this day I complete my thirty-sixth year” – και τον Απρίλιο της ίδιας χρονιάς πεθαίνει στο Μεσολόγγι από βαρύ κρυολόγημα. Λένε πως πριν πεθάνει, αναρωτήθηκε, για μια στιγμή, μήπως πρέπει να ζητήσει έλεος· για να καγχάσει, σχεδόν αμέσως, τον ίδιο του τον εαυτό για τη φευγαλέα του αδυναμία.
Ύστερα, ξεκίνησε μια άλλη ιστορία. Στην Αγγλία, μετά το πρώτο ξάφνιασμα από την είδηση του θανάτου του, η πολιτική τον εκμεταλλεύτηκε για να προωθήσει τα στρατηγικά συμφέροντα της Βρετανίας, η σκανδαλολογία ξανάρχισε με αφορμή επιστολές, ημερολόγια, μαρτυρίες και υποθέσεις, και η κριτική για χρόνια στεκόταν απέναντί του μάλλον αμήχανη· ώσπου, στη δεκαετία του 1940, ο Bertrand Russell δημοσίευσε ένα μελέτημα γι’ αυτόν στο περιοδικό Journal of the History of Ideas (το οποίο ενέταξε αργότερα ως κεφάλαιο στο έργο του A History of Western Philosophy), επισημαίνοντας τόσο τα βασικά χαρακτηριστικά της σκέψης του όσο και την επίδρασή του σε σύγχρονους και μεταγενέστερους. Αλλά, στην Ευρώπη ο αντίκτυπος του θανάτου του ήταν πολύ διαφορετικός· από το 1824 ως το 1826, το Παρίσι ζει κυριολεκτικά μέσα σε βυρωνολατρικό πυρετό – ολόκληρες γενιές ποιητών τον αντιγράφουν, τον μιμούνται, τον θεωρούν την παθιασμένη ψυχή του 19ου αι.
Μετά από τόσες χιλιάδες σελίδες κριτικών, βιογραφικών και φιλολογικών μελετημάτων, πολλά σημεία της ζωής του παραμένουν σκοτεινά· πολλές πτυχές της προσωπικότητάς του, αμφιλεγόμενες· το έργο του έχει φανατικούς θαυμαστές και ορκισμένους πολεμίους. Μπορεί κανείς να τον δει μέσα από την εξιδανικευτική ματιά του Maurois, την ψυχρή προσέγγιση του Marchand, την εμφανώς απορριπτική οπτική του Marjarum· ή ακόμη, ως τον καταραμένο πρωταγωνιστή μιας αμαρτωλής ερωτικής ιστορίας, όπως η Tanja Kinkel· ή ως το υπαρκτό πρότυπο των λογοτεχνικών του ηρώων. Ίσως εκείνον τον τελευταίο στίχο του Corsair - He left a Corsair’s name to other times/Link’d with one virtue, and a thousand crimes – να τον έγραψε για τον εαυτό του. Ή γι’ αυτό που θα ήθελε να πιστεύουμε ως «εαυτό» του.