28 Φεβρουαρίου 2007

Trois Couleurs: Bleu, Blanc, Rouge.

Trois Couleurs: Bleu, Blanc, Rouge

by Krzysztof Kieslowski.

It's about Liberty, Equality and Fraternity.
It's about Love, forgetting, remembering, trying, failing,
asking how to live basically.


Αυτα τα ολιγα , ηθελα να σου πω σημερα.

*

27 Φεβρουαρίου 2007

La Femme Nikita.

Ίσως φταίνε τα φεγγάρια.



Στίχοι: Τάσος Σαμαρτζής
Μουσική: Νότης Μαυρουδής
Πρώτη εκτέλεση: Ελένη Βιτάλη
Άλλες ερμηνείες: Άλκηστις Πρωτοψάλτη






Μες στο φτηνό ξενοδοχείο και στα σεντόνια των πολλών
μες σε καθρέφτες δίχως μνήμη θα ξεκινήσουμε λοιπόν
γλιστρούν τα όνειρα στον ύπνο όπως τα τρένα στο σταθμό
και στην ανάσα σου γυρεύω κάποιο αρχαίο σκηνικό


Ίσως φταίνε τα φεγγάρια που ‘μαι τόσο μοναχή
νιώθω πως γερνώ τα βράδια και χρωστάω στη ζωή
ίσως φταίνε τα φεγγάρια και πολλοί με λεν τρελή
που όλο ψάχνω στα σκοτάδια μήπως κάτι και συμβεί
ίσως φταίνε τα φεγγάρια ίσως πάλι φταις κι εσύ


Μια αχτίδα φως περνά τις γρίλιες και σβήνει αυτά που γίναν χθες
πώς μπλέκουν λέω οι ιστορίες και των ανθρώπων οι τροχιές
μες στο φτηνό ξενοδοχείο και στα σεντόνια των πολλών
μες σε καθρέφτες δίχως μνήμη θα τελειώσουμε λοιπόν


Ίσως φταίνε τα φεγγάρια που ‘μαι τόσο μοναχή
νιώθω πως γερνώ τα βράδια και χρωστάω στη ζωή
ίσως φταίνε τα φεγγάρια και πολλοί με λεν τρελή
που όλο ψάχνω στα σκοτάδια μήπως κάτι και συμβεί
ίσως φταίνε τα φεγγάρια ίσως πάλι φταις κι εσύ


*

Condor Heroes.

Επειδή είπες πως το μέλλον και το παρελθόν υπάρχουν παράλληλα στο τώρα.

Condor heroes.

*

26 Φεβρουαρίου 2007

Pontes de Madison.

The Bridges of Madison County is a best-selling novel by Robert James Waller which tells the story of a lonely Italian war bride who engages in an adulterous affair with a National Geographic photographer from Bellingham, Washington who has come to Madison County, Iowa in order to create a photographic essay on the covered bridges in the area. The novel is presented as a novelisation of a true story, but it is in fact entirely fiction, though some have speculated that, due to admitted similaries between the author and the main character, some elements of the novel may be slightly autobiographical.

The Bridges of Madison County was made into a 1995 film of the same name adapted by Richard LaGravenese and directed by Clint Eastwood. It stars Eastwood and Meryl Streep.


Comments & Responses.


1
I have watched it at least a hundred times it seems the older I get the more I cry Reminds me of the choices that I have made in my life the love.she is making now in this clip. Its wrong to cheat But how can someone not want that kind of love in life The feelings that 2 people have together its wonderful If you ever get that chance to have that take it Its the best love in the world but also the worst heartbreak in the end
2

this scene....I've seen it a hundred times and I still feel it ....i ahve no words. Meryl Streep is the best actress on the face of the earth/
3

THIS kind of emotional intensity I rarely get through movies. And it's all about choices. Why do people are so afraid of taking chances? it's just one life and one opportunity to be happy.
4

But would she truly be happy if she went with Robert? Sometimes it's not just what the choices mean, it's what we imagine them to mean at a place and time. That's what's making them so difficult...
5

Yes, U're right. But that's the whole point - Francesca only imagined possibilities of her possible choice. Most people do that on daily basis and I don't buy it... And nobody knows whether she would be happy. She simply didn't take that chance. I look at that movie trough my own emotions and I just know that I couldn't stand my life after such thing not knowing what IF. It just would be eating away at me.
6

That's a pthetic statement. She had no easy choice, but she took the 'correct' one. By doing this, she hurt one person. the other route was to hurt at leat another three.
7

she did have a hard decision to make, that's a fact. and if U are veryfing her choice simply by number of people she could or actually did hurt - U are right...but still - life is much more complicated than a simple mathematical equation...
8

Everyone worrys about how Streeps charactor made out but what about Eastwood's charactor. He goes through out life literally empty. In his next book, he exists up in Washington State. I repeat "exists". Never to see the one he truly loves. I think the scene in the movie where he falls to his knees and crys in her lap, wow. She just can't make the break. He gets up a walks out. There is so much pain in his heart, he can't stay. Comments anyone?
9

I do love this film. and this scene summarizes the whole point. its all about choices.


Broken Love.


‘Let us agree to give up love,
And root up the Infernal Grove;
Then shall we return and see
The worlds of happy Eternity.

‘And throughout all Eternity
I forgive you, you forgive me.

As our dear Redeemer said:
“This the Wine, and this the Bread.”’


William Blake
(1757 - 1827)

Al Pacino.

Occupation: Actor

Birth Name: Alberto Pacino

Born: April 25, 1940, New York, NY

Education: High School for the Performing Arts, New York;

Herbert Berghof Studio, New York; Actors Studio

Filmography:

1969 ~ ME, NATALIE

1971 ~ THE PANIC IN NEEDLE PARK

1972 ~ THE GODFATHER

1973 ~ SCARECROW

1973 ~ SERPICO

1974 ~ THE GODFATHER, PART II

1975 ~ DOG DAY AFTERNOON

1977 ~ BOBBY DEERFIELD

1979 ~ …AND JUSTICE FOR ALL

1980 ~ CRUISING

1981 ~ ACTING: LEE STRASBERG AND THE ACTORS STUDIO

1982 ~ AUTHOR! AUTHOR!

1983 ~ SCARFACE

1985 ~ REVOLUTION

1989 ~ SEA OF LOVE

1990 ~ DICK TRACY

1990 ~ THE GODFATHER, PART III

1990 ~ THE LOCAL STIGMATIC

1991 ~ FRANKIE AND JOHNNY

1992 ~ GLENGARRY GLEN ROSS

1992 ~ SCENT OF A WOMAN

1993 ~ CARLITO'S WAY

1995 ~ HEAT

1996 ~ CITY HALL

25 Φεβρουαρίου 2007

Με ξεχασμένους στίχους

Επειδή είπες πως το μέλλον και το παρελθόν υπάρχουνε παράλληλα στο τώρα. Λοιπόν,

εσύ


κοιμόσουν και κυλήσανε χιλιάδες χρόνια που σε κράταγα
κι ήμουν φτωχός και παγωμένος και κουράστηκε, ξερά-
θηκε το χέρι μου –


ή ξαφνικά ένα τίναγμα στο κατακάθι της ψυχής,
τι γύρευα, τι κράταγα από σένα;

Πες μου λοιπόν, τι φως έχουν τα χέρια σου και σκοτεινιά-
ζουν έτσι εκείνο που προστάτευα από σένα και κρατούσα
και ήμουν;

Υπάρχει πάντα ένα βαθύ νερό μες στη σιωπή σου

Εσύ έλεγες ονομάζομαι ουρανός.


Εγώ έλεγα τίποτα.

τα μάτια σου στρέφοντας ξα-
φνικά δεν είχαν σκοτώσει την εικόνα που κοίταζαν λίγο πιο
πριν.

Όλη τη νύχτα οι στάχτες της φωτιάς σου

Ο χρόνος όλα τάχει καρπωθεί. Τώρα δεμένος στον τροχό
κι εσύ με την ουράνια λάμψη,
δεν έχεις ίσκιο, καθώς τ’ όνειρο φλογίζοντας απ’ το πρωί
το σώμα.

Πιο πέρα η φωνή σου αμύνεται για το βράδυ.

Τι μου έλεγες; Σ’ ακούω να μιλάς και πριν έρθει η φωνή
ναυαγήσανε κιόλας οι λέξεις.

Η φωνή σου εγύρευε κάτι παλιές ξεφτισμένες αισθήσεις.

Λοιπόν δεν
ήταν αίνιγμα τα λόγια σου,
μήτε και τούτο τ’ όνειρο που σβήνει απότομα,
χάνεται μέσα στη σκοτεινιά του.

Και με άγγιξε τότε η παγίδα, το χέρι σου
Ο ήλιος έκαιγε
θάλασσες, βράχια.

Τι σκέφτεσαι;

Πώς προχωρούμε και συγκατανεύουμε, ναι, θα συναντη-
θούμε κάποτε, θα σε θυμάμαι.

Το βιβλίο, όλο κι όλο 28 σελίδες. Τάκης Σινόπουλος, Πέτρες, τρίτη έκδοση. Στο εξώφυλλο, η χρονολογία 1982. Στην τελευταία σελίδα, μια σφραγίδα με ημερομηνία «20 Φεβ. 19…». Η ίδια ημερομηνία, γραμμένη από μένα στην πρώτη σελίδα, και δίπλα ο τόπος. Κάποτε το έκανα αυτό: έγραφα τον τόπο που βρισκόμουν όταν αγόραζα το βιβλίο και την ημερομηνία – όχι το όνομά μου, γιατί μου φαινότανε παράξενο να πω «αυτό το βιβλίο είναι δικό μου».

Και, συνήθιζα πάντα να σημειώνω μέσα: να υπογραμμίζω στίχους, να βάζω αστεράκια, βέλη, παράλληλες γραμμές. Δεν ξέρω τι σκεφτόμουν τότε· δεν θυμάμαι πώς ένιωθα. Σήμερα που τα ξαναείδα, σκέφτηκα πως όλα αυτά μαζί φτιάχνουν ένα καινούριο ποίημα, μια ιστορία που αρχίζει από το πουθενά και εκκρεμεί σε μία υπόσχεση: εκκρεμεί, δεν τελειώνει. Ή ακόμη ένας μονόλογος. Ή οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που δεν έχεις ακόμη διατυπώσει.

24 Φεβρουαρίου 2007

Έρως και Ψυχή

Υπάρχει ένας μύθος, που λέει ο Απουλήιος, για την κόρη ενός βασιλιά, την Ψυχή, τόσο όμορφη, ώστε οι άνθρωποι άρχισαν να τη θαυμάζουν και να τη λατρεύουν, λησμονώντας ακόμη κι αυτήν την Αφροδίτη. Βλέποντας τα ιερά της να ερημώνονται, η θεά ζήτησε από το γιο της, τον Έρωτα, να τιμωρήσει αυτήν τη θνητή, κάνοντάς την να ερωτευτεί τον πιο αποκρουστικό άντρα του κόσμου. Πράγματι, ο Έρωτας πήγε στην κάμαρα της κόρης· εκτός από τα θανάσιμα βέλη του, είχε μαζί του και δύο κεχριμπαρένια δοχεία – το ένα με το πικρό νερό της λύπης και το άλλο με το γλυκό νερό της χαράς. Η Ψυχή κοιμόταν κι εκείνος έσταξε στα χείλη της μερικές σταγόνες πικρό νερό – όμως, η ομορφιά της άρχισε να τον αιχμαλωτίζει. Ίσα που την άγγιξε με την άκρη του βέλους του· εκείνη ξύπνησε· δεν μπορούσε να τον δει, όμως εκείνος είδε τα μάτια της και μαγεμένος από εκείνο το βλέμμα έστρεψε κατά λάθος το ίδιο του το βέλος στον εαυτό του. Έχοντας πέσει θύμα της δύναμής του, ο Έρωτας ράντισε με το γλυκό νερό τα μαλλιά της Ψυχής, θέλοντας να επανορθώσει το κακό που της είχε κάνει.

Καθώς περνούσε ο καιρός, η Ψυχή εξακολουθούσε να προκαλεί το θαυμασμό και τη λατρεία των ανθρώπων. Όμως, κανείς δεν την ερωτεύτηκε, κανείς δεν ζήτησε να την παντρευτεί. Απελπισμένοι οι γονείς της πήγανε στο Μαντείο των Δελφών· και ο Απόλλωνας, δασκαλεμένος από τον Έρωτα, έδωσε τον τρομερό χρησμό του: «η Ψυχή δεν προορίζεται για γυναίκα κανενός θνητού· ο άντρας της την περιμένει στην κορυφή ενός βουνού, και είναι ένα αποκρουστικό τέρας, που κανείς, ούτε θνητός ούτε αθάνατος, δεν μπορεί να του αντισταθεί».

Ο χρησμός προκάλεσε θλίψη, όμως ποιος θα μπορούσε να αγνοήσει τα λόγια του θεού; Ο γάμος ετοιμάστηκε μέσα σε ατμόσφαιρα πένθιμη, όλος ο λαός συνόδεψε με θρήνους τη νύφη στην κορυφή του βουνού και την άφησε εκεί μόνη της. Κι ενώ εκείνη περίμενε κλαίγοντας την εκπλήρωση του χρησμού, ο Ζέφυρος τη σήκωσε απαλά από τη γη και την έφερε σε μια ανθισμένη κοιλάδα. Η κόρη αποκοιμήθηκε αποκαμωμένη κι όταν ξύπνησε, περπάτησε τριγύρω και είδε μπροστά της ένα λαμπρό παλάτι, που φαινόταν πως δεν το είχαν φτιάξει χέρια θνητού. Γοητευμένη, μπήκε στις εξαίσιες αίθουσες κι άκουσε μια φωνή να της λέει πως ό,τι έβλεπε ήταν δικό της και πως αυτό θα ήταν το σπίτι της από δω και πέρα.

Αργά τη νύχτα, έφτασε και ο κύριος του παλατιού· η Ψυχή δεν μπορούσε να τον δει, όμως, καθώς έγειρε δίπλα της κι άρχισε να της μιλάει τρυφερά, όλοι της οι φόβοι εξαφανίστηκαν· ήξερε πως ο άντρας της δεν μπορεί να ήταν ένα αποκρουστικό τέρας, αλλά εκείνος που χρόνια περίμενε και ονειρευόταν.

Δεν πέρασε καιρός και η Ψυχή άρχισε να νιώθει νοσταλγία για την οικογένειά της. Ζήτησε, λοιπόν, από τον άντρα της να της επιτρέψει να δεχτεί τις δυο της αδελφές και να τους δείξει πόσο ευτυχισμένα ζούσε. Εκείνος προσπάθησε να την αποτρέψει, προειδοποιώντας την για τις συμφορές που θα ακολουθούσαν. Όμως δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί για πολύ στα δάκρυα και στις ικεσίες της και τελικά υπέκυψε, αφού προηγουμένως την έβαλε να του υποσχεθεί πως, ό,τι κι αν γινόταν, δεν θα επιχειρούσε ποτέ να τον δει. Έτσι, την άλλη μέρα, ο Ζέφυρος μετέφερε στο παλάτι τις δύο αδελφές της Ψυχής. Η αρχική τους χαρά για την ευτυχία της δεν άργησε να μετατραπεί σε ζήλια· κι όταν την κατάφεραν να τους πει ότι δεν είχε δει ποτέ τον άντρα της, βρήκαν τον τρόπο να καταστρέψουν αυτήν την ευτυχία. Της υπενθύμισαν τον χρησμό και την έπεισαν ότι το αποκρουστικό τέρας που μοιραζόταν τις νύχτες το κρεβάτι της δεν θ’ αργούσε να την σκοτώσει: «Καλύτερα, λοιπόν, να τον σκοτώσεις πρώτη εσύ· πάρε αυτό το μαχαίρι, και όταν αποκοιμηθεί, κάρφωσέ το στην καρδιά του».

Έφυγαν, αφήνοντάς την να παλεύει με τους αναγεννημένους φόβους της και με την αίσθηση ότι δεν μπορεί να ήταν αληθινά τα λόγια τους. Ξεχνώντας τις προειδοποιήσεις του και τις υποσχέσεις της, τον περίμενε ν’ αποκοιμηθεί κι ύστερα πήρε ένα λυχνάρι και το μαχαίρι και έσκυψε από πάνω του, αποφασισμένη να τον σκοτώσει, αν η μορφή του ήταν τερατώδης. Αλλά, αντί για το αποκρουστικό τέρας, είδε τον ομορφότερο από τους θεούς· το μαχαίρι της έπεσε από τα χέρια και καθώς έγειρε για να τον δει καλύτερα, μια σταγόνα καυτό λάδι από το λυχνάρι έπεσε στον ώμο του. Άνοιξε τα μάτια του, την κοίταξε και χωρίς να πει λέξη πέταξε έξω από το παράθυρο. Εκείνη προσπάθησε να τον ακολουθήσει, αλλά έπεσε στο χώμα – εκεί πεσμένη τον άκουσε να της λέει «Έτσι λοιπόν ανταποδίδεις την αγάπη μου; Πήγαινε στις αδελφές σου, αφού προτίμησες τις συμβουλές τους από μένα. Η μοναδική σου τιμωρία είναι ότι ποτέ πια δεν θα με ξαναδείς: η αγάπη δεν μπορεί να ζήσει με την καχυποψία». Κι έφυγε.

Κανένας θρήνος, κανένας λόγος μετάνοιας, καμιά ικεσία δεν μπόρεσαν να τον λυγίσουν. Το παλάτι και η ανθισμένη κοιλάδα εξαφανίστηκαν σαν μην είχαν ποτέ υπάρξει και η Ψυχή απόμεινε μόνη της σ’ έναν ερημωμένο τόπο.

Τον είχε προδώσει. Τα είχε χάσει όλα. Έπρεπε να τιμωρηθεί, αλλά όχι έτσι, όχι με μια ζωή χωρίς τον Έρωτα. Αποφάσισε να γυρίσει όλον τον κόσμο, αναζητώντας τον. Περπατούσε μέρες και νύχτες, χωρίς τροφή και νερό, τα ρούχα της κουρελιάστηκαν, το σώμα της γέμισε πληγές· αλλά δεν την ένοιαζε – ήθελε μόνο να τον βρει, να του ζητήσει να τη συγχωρέσει, κι αν εκείνος δεν μπορούσε, να της χάριζε τουλάχιστον τον θάνατο. Κάποτε έφτασε σ’ έναν ναό και σκέφτηκε ότι ίσως εκεί να έβρισκε τον αγαπημένο της. Ο ναός ήταν αφιερωμένος στη θεά Δήμητρα, που συγκινήθηκε από τις προσευχές της δύστυχης κοπέλας και τη συμβούλεψε να πάει στην Αφροδίτη, να υποταχτεί στο θέλημά της και να της ζητήσει συγχώρεση.

Γεμάτη αμφιβολίες για το αν θα μπορούσε να εξευμενίσει την τρομερή θεά, η Ψυχή ακολούθησε τη συμβουλή. Η Αφροδίτη τη δέχτηκε αλλά η όψη της δεν προμήνυε τίποτα καλό. Της μίλησε με περιφρόνηση και της είπε πως αν θέλει να κερδίσει τον Έρωτα, θα πρέπει να περάσει αρκετές δοκιμασίες. Ύστερα την οδήγησε στον αποθήκη, της έδειξε ένα τεράστιο σωρό από μικρούς σπόρους και τη διέταξε να τους έχει ξεχωρίσει μέχρι το βράδι. Όταν έμεινε μόνη, η Ψυχή άρχισε να θρηνεί με τέτοια απόγνωση, ώστε τα μυρμήγκια τη λυπήθηκαν και μαζεύτηκαν κατά εκατοντάδες γύρω από τους σπόρους· πριν βραδιάσει, η διαταγή της Αφροδίτης είχε εκτελεστεί.

Η δεύτερη δοκιμασία δεν ήταν λιγότερο δύσκολη. Η θεά έδειξε στην Ψυχή τις όχθες ενός ποταμού όπου έβοσκαν χρυσόμαλλα πρόβατα και διέταξε να της φέρει λίγο από το πολύτιμο μαλλί τους. Καθώς η κοπέλα πλησίαζε στον ποταμό, άκουσε τα καλάμια να της ψιθυρίζουν πως, αν περίμενε να έρθουν τα πρόβατα να πιουν νερό, θα μπορούσε έπειτα να μαζέψει το μαλλί που θ’ απέμενε στα κλαδιά των γύρω θάμνων.

Αλλά το χρυσό μαλλί δεν ήταν αρκετό για να κατευνάσει τη μανία της Αφροδίτης. Έδωσε, λοιπόν, στην Ψυχή ένα άδειο κουτί και τη διέταξε να πάει στον Άδη, να παρουσιαστεί στην Περσεφόνη και να της πει: «Η κυρά μου, η Αφροδίτη, σε παρακαλεί να της στείλεις λίγη από την ομορφιά σου, επειδή φροντίζοντας τον πληγωμένο γιο της έχασε ένα μέρος από τη δική της».

Σίγουρη πια για τη μοίρα της, η Ψυχή κίνησε για τον κόσμο του Ερέβους. Και πάλι, μια φωνή την καθοδήγησε πώς θα βρει το δρόμο για το βασίλειο του Πλούτωνα, πώς θα αποφύγει τους κινδύνους και πώς θα περάσει με ασφάλεια από τον Κέρβερο· και τη συμβούλεψε να μην ανοίξει για κανένα λόγο το κουτί που θα της έδινε η Περσεφόνη.

Η αρχόντισσα του Κάτω Κόσμου δεν αρνήθηκε το αίτημα της Αφροδίτης, κι έτσι η Ψυχή ολοκλήρωσε κι αυτή τη δοκιμασία. Αλλά, καθώς επέστρεφε, ξέχασε την τελευταία συμβουλή και άνοιξε το κουτί, με σκοπό να πάρει λίγη από την ομορφιά της θεάς, ώστε να μην εμφανιστεί άσχημη μπροστά τον αγαπημένο της Έρωτα.

Το κουτί ήταν άδειο – ή τουλάχιστον η Ψυχή δεν είδε τίποτα· όμως, σχεδόν αμέσως έπεσε στα μισά του δρόμου, βυθισμένη σ’ έναν περίεργο ύπνο – επειδή, η Περσεφόνη είχε βάλει μέσα στο κουτί τον Ύπνο της Στυγός.

Όλον αυτόν τον καιρό, ο Έρωτας ήταν σχεδόν φυλακισμένος στο παλάτι της μητέρας του, μέχρι να επουλωθεί πληγή του. Τη στιγμή που η Ψυχή υπέκυπτε στην περιέργειά της, εκείνος είχε πια ανακτήσει τις δυνάμεις του· βρίσκοντας ένα παράθυρο που είχε ξεχαστεί μισάνοιχτο, πέταξε έξω για να βρει την αγαπημένη του, αφού του ήταν αδύνατο να παρατείνει άλλο την τιμωρία της. Την είδε πεσμένη στο χώμα και την άγγιξε με την άκρη του αργυρού του βέλους: «Για άλλη μια φορά σε νίκησε η περιέργειά σου» της είπε· «ωστόσο, κάνε την παραγγελία της μητέρας μου και θα φροντίσω εγώ για τα υπόλοιπα».

Πράγματι, η Ψυχή παρέδωσε το κουτί στην Αφροδίτη, ενώ ο Έρωτας παρουσιάστηκε στον Δία και ζήτησε τη μεσολάβησή του. Σε λίγο, ο Ερμής έφερε την Ψυχή στον Όλυμπο, ενώπιον των θεών, και της προσέφερε ένα ποτήρι αμβροσία, λέγοντας: «Πιες το, Ψυχή, και θα γίνεις αθάνατη· ο Έρωτας ποτέ δεν θα ξεφύγει από αυτόν τον δεσμό, και οι γάμοι σας θα είναι αιώνιοι».

Κι έτσι, μετά από λάθη και δοκιμασίες, η Ψυχή ενώθηκε για πάντα με τον Έρωτα, κερδίζοντας το δώρο της αθανασίας.

23 Φεβρουαρίου 2007

Πρόγευση του ερχόμενου Απριλίου

...cras amet qui nunquan amavit, quique amavit cras amet

My dearest Corsair
,

ο Απρίλιος αργεί ακόμη - ωστόσο εμπεριέχει την απάντηση.
Αύριο θ' αγαπήσει όποιος ποτέ του δεν αγάπησε, όποιος αγάπησε αύριο θ' αγαπήσει.
Δες πώς ο στίχος κάνει κύκλο: ξεκινά και τελειώνει με το cras amet, με το αύριο θ' αγαπήσει.
Και, πώς, ανάμεσα στα άκρα, στην αρχή και το τέλος, εγκλείεται μια άρνηση και μια κατάφαση - και πώς κι οι δυο τους συμφιλιώνονται σε χρόνο μελλοντικό.
Μέσα σ' αυτόν τον κύκλο, υπονοείται ένας θάνατος, μια αγρυπνία, μια γέννηση, μια καταστροφή και η σιωπή.
Αρκετά υλικά για να χτίσει κανείς ένα όνειρο.

Ολόκληρο το παραμύθι, παραμονές του Απριλίου.





22 Φεβρουαρίου 2007

The English Patient.

The English Patient is a 1992 novel by Michael Ondaatje which deals with the gradually revealed histories of a critically burned man, his Canadian nurse, a Canadian thief, and an Indian sapper in the British Army as they live out the end of World War II in an Italian villa. The novel won the Canadian Governor General's Award and the Booker Prize for fiction. The novel has been translated into more than 300 languages.


Plot introduction.

The English Patient is in part a sequel to Ondaatje's earlier work In the Skin of a Lion (1987); the characters of Hana and Caravaggio reappear from the earlier novel. We also learn the fate of Patrick Lewis, Hana's step-father and the main character of that work, and what influence he's had on Hana's character. One of the main characters in the new novel, the burned man, is Count László de Almásy, a famous Hungarian researcher of the Sahara Desert, disciple of Herodotus, and discoverer of the Ain Doua prehistoric rock painting sites in the western Jebel Uweinat mountain.


*

Επειδη δεν υπαρχει ερωτας , δεν υπαρχει αγαπη.

Η απωλεια ομως τα αποκαλυπτει ολα.

*

21 Φεβρουαρίου 2007

Fragmenta

Αποσπάσματα από το ημερολόγιο της Isabelle C***, που πέθανε παράφρων σε ένα χωριό της Ν. Γαλλίας, το 1867. Ήταν 24 χρονών. Τα αίτια του θανάτου της παρέμειναν ανεξήγητα.

Τρίτη, 20 (βράδι)

Σήμερα έχω την αίσθησή σου έντονη, από το πρωί. Θα φταίει που τελευταία περνάω μαζί σου τις περισσότερες ώρες – κι ας παραμένεις τόσο αφόρητα εικονικός. Ιδανικός, από μια άποψη: μιλάς μέσα από τη δική μου σκέψη, ο λόγος σου φιλτράρεται μέσα από τις επιθυμίες μου, ακόμη και η διαφωνία είναι καθ’ υπαγόρευσιν. Και προ πάντων, χωρίς να διαμαρτύρεσαι για την απόλυτη απομόνωσή σου. Θα μπορούσε να είναι ένα παρανοϊκό σενάριο, αν δεν φαινόταν τόσο μελοδραματικό.


Τετάρτη 21 (κοντά στα μεσάνυχτα)

Θα φτιάξω έναν ήρωα βγαλμένο κατευθείαν από τις σελίδες ενός γοτθικού μυθιστορήματος - αλλά σε πιο βυρωνική απόχρωση: άγριο, σκοτεινό, αποξενωμένο από τον κόσμο, σ' ένα ζοφερό κάστρο, να βασανίζεται από "τύψεις συνειδότος", μελαγχολικό - και θα είσαι εσύ. Και, καθώς θα προχωρώ σελίδα τη σελίδα, το μαρτύριό σου θ' αλλάξει - θα βασανίζεσαι πια από έναν οδυνηρό έρωτα για εκείνην - για μένα - χωρίς ποτέ να είσαι βέβαιος αν θα σ' έχει αγαπήσει.

Α, σχεδόν σε μίσησα απόψε.

Neo and Trinity.

John Keats
(1795-1821)


Hyperion


A Fragment

Book I



Deep in the shady sadness of a vale
Far sunken from the healthy breath of morn,
Far from the fiery noon, and eve’s one star,
Sat gray-hair’d Saturn, quiet as a stone,
Still as the silence round about his lair;
Forest on forest hung about his head
Like cloud on cloud. No stir of air was there,
Not so much life as on a summer’s day
Robs not one light seed from the feather’d grass,
But where the dead leaf fell, there did it rest.
A stream went voiceless by, still deadened more
By reason of his fallen divinity
Spreading a shade: the Naiad ’mid her reeds
Press’d her cold finger closer to her lips.

*

19 Φεβρουαρίου 2007

Silentium

In return
Θα έπρεπε να σιωπούν. Ακροβατώντας πάνω στις χαμένες νότες. Αλλά εκείνος δεν το μπορούσε.
-...I was neither living nor dead, and I knew nothing, looking into the heart of light, the silence.
Δεν ήταν παρά ένας ψίθυρος. Από την άλλη άκρη της αίθουσας είδε το πρόσωπό της να σκοτεινιάζει.
Τα ζευγάρια στροβιλίζονταν ανάμεσά τους, σαν να περπατούσαν στο σχήμα ενός αόρατου λαβυρίνθου. Ο μυστικός χορός της Αριάδνης.
-Δεν μπορώ να σε φτάσω, του ψιθύρισε.
Της έγνεψε πως δεν έχει σημασία.
-Ώστε πάντα ο λαβύρινθος ανάμεσά μας;
-Πάντα.
Την είδε να σφίγγει τα χείλη της με πείσμα.
-Κανένας λαβύρινθος δεν είναι αδιαπέραστος.
-Μην προχωρείς. Δεν ξέρεις τα αδιέξοδα.
-Δεν υπάρχουν αδιέξοδα.
Ένα κοροϊδευτικό χαμόγελο· σαν να τον προκαλούσε να τη σταματήσει. Αλλά εκείνος έμεινε καρφωμένος στη θέση του.
Την έβλεπε να περνάει σαν σκιά ανάμεσα στα ζευγάρια, η εσάρπα της έπεσε στο πάτωμα. Βάδιζε στα τυφλά, σαν να ήξερε το δρόμο από πάντα. Η μουσική του θόλωνε την όραση.
Ο τελευταίος στροβιλισμός. Το τελευταίο βήμα. Ήταν εκεί. Απέναντί του.
-I speak not, I trace not, I breathe not your name, there is grief in the sound, της είπε σιγανά.
-Silentium, ψιθύρισε εκείνη, ακουμπώντας τα δάχτυλά της στα χείλη του. Para siempre.

Lara.

Lara.

by Lord Byron.



IV.


He comes at last in sudden loneliness,
And whence they know not, why they need not guess;
They more might marvel, when the greeting's o'er,
Not that he came, but came not long before:
No train is his beyond a single page,
Of foreign aspect, and of tender age.
Years had roll'd on, and fast they speed away
To those that wander as to those that stay;
But lack of tidings from another clime
Had lent a flagging wing to weary Time.
They see, they recognise, yet almost deem
The present dubious, or the past a dream.


He lives, nor yet is past his manhood's prime,
Though sear'd by toil, and something touch'd by time;
His faults, whate'er they were, if scarce forgot,
Might be untaught him by his varied lot;
Nor good nor ill of late were known, his name
Might yet uphold his patrimonial fame.
His soul in youth was haughty, but his sins
No more than pleasure from the stripling wins;
And such, if not yet harden'd in their course,
Might be redeem'd, nor ask a long remorse.


*

η μουσικη ειναι Astor Piazzolla.
Libertango και Balada para un loco.

*

Για σενα οπως παντα.

*

13 Φεβρουαρίου 2007

One Love against a thousand crimes.

*


For him they raise not the recording stone -

His death yet dubious, deeds too widely known;

He left a Corsair's name to other times,

Link'd with one virtue, and a thousand crimes.


The Corsair.
Lord Byron (1788-1824)

12 Φεβρουαρίου 2007

In somnio

adeline


Αφιερωμένο

Η μουσική που μου έστειλες - πέρασα μέσα απ' τον καθρέφτη, ο ουρανός συννεφιασμένος, έπιανες τη βροχή στην ατμόσφαιρα, αλλά - παράξενο - τα χρώματα δεν άλλαζαν μέσα στο γκρίζο φως, η ομίχλη, μου αρέσει να περπατώ ανάμεσά της, να παραμερίζω τις θολές εικόνες πολλαπλασιάζοντας τις παραισθήσεις των ειδώλων, θα με περίμενες πίσω από τις σκιές, κάθε νότα ένα βήμα - κι οι αντιστίξεις να σημαδεύουν τα τυφλά περάσματα - θα με περίμενες dark yet shining above them all, ξένος σ' αυτόν τον κόσμο, ξένος σε κάθε κόσμο, with more capacity for love than earth bestows, και μες στα μάτια σου η πρόκληση να σε ξεχάσω, δεν μπορώ να σε δω, καθώς η μουσική σου σβήνει απομακρύνεσαι, ο καθρέφτης ραγίζει, σπας σε αμέτρητα κομμάτια, ψηφίδες που δεν θα συνενώνονταν ποτέ πια σε μιαν εικόνα. Και επιστρέφω. Το ράγισμα έκλεισε, σαν μια πληγή που επουλώνεται μπροστά στα μάτια σου χωρίς την υποψία της ουλής. Πίσω από τον καθρέφτη, μόνο η σκιά σου πια.

07 Φεβρουαρίου 2007

Οι μύθοι των ημερών

Διαβάζοντας το χθεσινό post του Zero (κι ένα σχετικό σχόλιο – στο zeroliner.blogspot.com), που μιλούσε για τις Βαλκυρίες και τη Φρέγια, σκέφτηκα τα ονόματα των ημερών. Στα ελληνικά, το θέμα δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον: μετά την «ημέρα του Κυρίου» (Κυριακή), οι μέρες ονοματίζονται αριθμητικώς, ώσπου να φτάσουμε στην Παρασκευή (=ετοιμασία), την ημέρα δηλαδή που αφιερώνεται στην προετοιμασία για την αργία του Σαββάτου· Σάββατο, στα εβραϊκά, σημαίνει ανάπαυση, και παρότι στο χριστιανισμό η μέρα της ανάπαυσης (και της απόδοσης τιμών στο θεό) είναι η Κυριακή, ωστόσο η ελληνική ονοματοδοσία διασώζει την εβραϊκή παράδοση.

Οι λατινικές ονομασίες των ημερών όμως είναι αξιοπρόσεκτες, επειδή συνδέονται με τη μυθική συγκρότηση του κόσμου. Έτσι, κάθε μέρα της εβδομάδας αφιερώνεται σε διαφορετικό θεό (ή πλανήτη, θα έλεγε κανείς, αν επέλεγε διαφορετική αναφορά):

dies solis = η μέρα του Ήλιου (Κυριακή)

dies lunae = η μέρα της Σελήνης (Δευτέρα)

dies Martis = η μέρα του Άρη (Τρίτη)

dies Mercurii = η μέρα του Ερμή (Τετάρτη)

dies Jovis = η μέρα του Δία (Πέμπτη)

dies Veneris = η μέρα της Αφροδίτης (Παρασκευή)

dies Saturni = η μέρα του Κρόνου (Σάββατο).

Αντίστοιχα, ονομάτισαν τις ημέρες της εβδομάδας οι βόρειοι λαοί· οι ονομασίες αυτές επιβιώνουν στα αγγλικά και τα γερμανικά:

Sunday = Suns day, η μέρα του Ήλιου

Monday = Moons day, η μέρα της Σελήνης

Tuesday = Tiws day – ο Tiw ή Tyr ήταν ο θεός του πολέμου

Wednesday = Wodens day – ο Woden ή Odin ήταν ο βασιλιάς των θεών, αντίστοιχος του Δία

Thursday = Thors day – ο Thor ήταν ο θεός του κεραυνού

Friday = Friggas day ή Freyjas day – η Frigga ήταν η γυναίκα του Odin, αντίστοιχη της Ήρας, αρχικώς η χθόνια μητέρα-θεά· αργότερα όμως συνδυάστηκε με τη Freyja, τη θέα του έρωτα και της ομορφιάς

Saturday = Saturns day, η μέρα του Κρόνου.

(Το παρόν δύναται να εκληφθεί ως η άχρηστη πληροφορία της εβδομάδος ή ως αφετηρία –ματαίων- σκέψεων περί των διαφορετικών υποστρωμάτων που συγκροτούνται από χαμένα ή λανθάνοντα πολιτισμικά σχήματα).

Υστερόγραφη απορία: στα ελληνικά, υιοθετήσαμε ή κρατήσαμε τις λατινικές ονομασίες των μηνών· γιατί δεν έγινε το ίδιο και με τις ημέρες, δεν το ξέρω.

01 Φεβρουαρίου 2007

Lord Byron ...the Corsair.

corsair


Lord Byron

1788-1824



The Corsair



XXI

He ask'd no question-all were answer'd now By the first glance on that still, marble brow. It was enough - she died - what reck'd it how? The love of youth, the hope of better years, The source of softest wishes, tenderest fears, The only living thing he could not hate, Was reft at once - and he deserved his fate, But did not feel it less;- the good explore, For peace, those realms where guilt can never soar: The proud, the wayward - who have fix'd below Their joy, and find this earth enough for woe, Lose in that one their all - perchance a mite - But who in patience parts with all delight? Full many a stoic eye and aspect stern Mask hearts where grief hath little left to learn; And many a withering thought lies hid, not lost In smiles tha't least befit who wear them most.


XXII


By those, that deepest feel, Is ill exprest The indistinctness of the suffering breast; Where thousand thoughts begin to end in one, Which seeks from all the refuge found in none; No words suffice the secret soul to show, For Truth denies all eloquence to Woe. On Conrad's stricken soul exhaustion prest, And stupor almost lull'd it into rest; So feeble now - his mother's softness crept To those wild eyes, which like an infant's wept: It was the very weakness of his brain, Which thus confess'd without relieving pain. None saw his trickling tears - perchance if seen, That useless flood of grief had never been: Nor long they flow'd - he dried them to In helpless -hopeless - brokenness of heart: The sun goes forth, but Conrad's day is dim; And the night cometh - ne'er to pass from him. There is no darkness like the cloud of mind, On Grief's vain eye - the blindest of the blind! Which may not - dare not see but turns aside To blackest shade - nor will endure a guide!


XXIII


His heart was form'd for softness - warp'd to wrong; Betray'd too early, and beguiled too long; Each feeling pure - as falls the dropping dew Within the grot - like that had harden'd too; Less clear perchance, its earthly trials pass'd, But sunk, and chill'd, and petrified at last. Yet tempests wear, and lightning cleaves the rock; If such his heart, so shatter'd it the shock. There grew one flower beneath its rugged brow, Though dark the shade - it shelter'd - saved till now. The thunder came - that bolt hath blasted both, The Granite's firmness, and the Lily' growth: The gentle plant hath left no leaf to tell Its tale, but shrunk and wither'd where it fell And of its cold protector, blacken round But shiver'd fragments on the barren ground!


XXIV


'Tis morn - to venture on his lonely hour Few dare; though now Anselmo sought his tower. He was not there, nor seen along the shore; Ere night, alarm'd, their isle is traversed o'er: Another morn - another bids them seek, And shout his name till echo waxeth weak; Mount: grotto, cavern, valley search'd in vain, They find on shore a sea-boat's broken chain: Their hope revives-they follow o'er the main. 'Tis idle all - moons roll on moons away, And Conrad comes not, came not since that day: Nor trace, nor tidings of his doom declare Where lives his grief, or perish'd his despair! Long mourn'd his band whom none could mourn beside; And fair the monument they gave his bride: For him they raise not the recording stone - His death yet dubious, deeds too widely known; He left a Corsair's name to other times, Link'd with one virtue, and a thousand crimes.

*