31 Μαρτίου 2007

Sagittaire

Πόσο μέσα στη νύχτα μικραίνει ο κόσμος, σβήνονται οι φωνές, οι μουσικές απομακρύνονται, περνάω απέναντι, κλείσε το παράθυρο, άρχισε να φυσάει νοτιάς, η κόκκινη σκόνη θα βάψει ανελέητα το τελευταίο χιόνι, λιώνουν οι πάγοι πέρα μακριά, η στάθμη των υδάτων ανεβαίνει, περπάτησα επί των υδάτων, έσκαψα με τα χέρια μου το παγωμένο χώμα, ρίζες μπλεγμένες, ξερές, απολιθώματα αιώνων, ενθύμια ζωής περασμένης, οι παλαιοντολόγοι θα τα μελετήσουν κάποτε αναζητώντας την ερμηνεία του θανάτου σε βροχές μετεωριτών σε ουρές φλεγόμενου κομήτη, πώς χάθηκε η ζωή εδώ, πού χάθηκε η ζωή μου, ένα τόξο απομένει για να κλείσει ο κύκλος, το τελευταίο βέλος στη φαρέτρα, τέντωσε τη χορδή, σημάδεψε. Απέναντί σου στέκομαι με τα μάτια κλειστά. Ο τελευταίος ήχος, η σαΐτα που σκίζει τον αέρα. Ο πόνος οξύς – σαν ένα «αντίο» που λέγεται απροσδόκητα.

Απέναντί σου στέκομαι με τα μάτια κλειστά.

Σημάδεψε.

28 Μαρτίου 2007

Από το ημερολόγιο της Isabelle C*** (ΙΙΙ)

Νύχτα – παραμονή της Άνοιξης

Πρέπει να κρύβομαι ακόμη κι από σένα. Μου ζήτησες να μη σου γράφω πια.

– Είναι πολύ όλο αυτό, Isabelle, μας κάνει κακό όλο αυτό, μοιάζει σχεδόν με ύβρη.

Κι έτσι με καταδίκασες στη σιωπή. Μου πήρες μια-μια τις λέξεις και τις σφράγισες. Ακόμη κι έτσι, δεν αλλάζει

...I shall hold my tongue

Because I would not dull you with my song.

Όμως, οι λέξεις μου ελάχιστα μπορούν πια να εμποδίσουν.

Θα σιωπήσω αφού το θες. Μη σου ταράζω πια τα όνειρα. Θα ψιθυρίζω μόνη μου τις νύχτες, μονολογώντας, μονολογώντας, ακόμη και αν έφευγες.

My love is strengthened, though more weak in seeming;

I love not less, though less the show appear.

Μη μου ζητήσεις τίποτα άλλο πια. Δεν έχω τίποτα άλλο.

26 Μαρτίου 2007

Παραμύθι

Στην προηγούμενη ζωή της ήταν μια αναιμική δεσποσύνη, φυλακισμένη στην ψηλότερη κάμαρα ενός πύργου ή μήπως μια περιπλανώμενη μάγισσα, η μόνη που δεν φοβόταν να περάσει μέσα από το στοιχειωμένο δάσος της Θουριγγίας; Αδιάφορο: όποια εκδοχή κι αν επιλέξουμε, στο τέλος πάντα εκείνη απομένει μόνη της, να κοιτά με κουρασμένο βλέμμα τον άδειο ορίζοντα ή να καρφώνει τα μάτια της στην πυρά.

Αλλά δεν μπορώ πια να πλάθω ιστορίες. Στο τέλος, ακόμη και οι επινοήσεις μου αποφασίζουν να μ’ εγκαταλείψουν - φαίνεται πως τους δίνω περισσότερη ζωή απ’ ό,τι χρειάζεται.

Κάποτε προσπάθησα να μπω κι εγώ στην ιστορία, να τους βλέπω από κοντά, να διαπιστώσω τι συμβαίνει, πώς γίνεται και βρίσκουν το δρόμο προς την έξοδο, από ποια χαραμάδα δραπετεύουν. Μάταιο: και πάλι έφυγαν, φροντίζοντας να μείνω δέσμια μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο που ήξερα πολύ καλά, αφού εγώ τον είχα φτιάξει.

Δεν είχα πολλές επιλογές. Τι θα μπορούσα να κάνω σ’ έναν τέτοιον κόσμο; Ν’ ανακαλύψω τις εκπλήξεις του ή να κατασκευάσω έναν άλλον, είδωλον ειδώλου, ξαναρχίζοντας το παιχνίδι και ελπίζοντας σε διαδοχικές αποδράσεις που, εν τέλει, θα με εγκλώβιζαν όλο και περισσότερο; Κι έτσι, τον παρέδωσα στην πυρά, έβαλα φωτιά στην άκρη του δάσους, ύστερα άρχισε να δυναμώνει ο άνεμος, οι σπίθες ταξίδευαν γρήγορα μέσα στο σκοτάδι, οι φλόγες απλώνονταν, σε χρόνο ελάχιστο όλα έγιναν στάχτη στα πόδια μου. Τίναξα μηχανικά τα ρούχα μου, κοίταξα αφηρημένα τα εγκαύματα και ξεκίνησα αργά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Και πριν ακόμη βρω τη θάλασσα, το είχα μετανιώσει: επειδή, έτσι κι αλλιώς, αυτός ο κόσμος μόνο δικός μου ήτανε, κανείς δεν τον υποπτευόταν και κανείς δεν θα τον ανακάλυπτε ποτέ. Αλλά, πολλές φορές, δεν αντέχεις να βλέπεις τη μοναξιά σου· σου αρκεί να τη νιώθεις μόνο. Και να πιστεύεις ότι την ξεγελάς.

19 Μαρτίου 2007

Quaestio

Για ποιον γράφω; Αφού είμαι μόνος.

Επιστολή του Ν. Καζαντζάκη στον Π. Πρεβελάκη, Αίγινα, 5 Οκτωβρίου 1938

16 Μαρτίου 2007

Just one sentence

Βγαίνω έξω η άμμος υγρή σχεδόν παγωμένη τα βότσαλα μου πληγώνουν τα πόδια βαδίζω στην άκρη του νερού η νύχτα είναι έναστρη κάποιο βράδυ κάποτε θα ξαναπερπατήσω στην άκρη αυτής της θάλασσας το μακρύ μου φόρεμα θα σέρνεται πάνω στην αρμύρα και θα θρηνώ τον νεκρό Άδωνη πενθαλέα νήπλεκτος λυσίκομος κάποτε αλλά όχι απόψε είσαι δίπλα μου απόψε έχεις τυλίξει το χέρι σου γύρω από τη μέση μου Go and catch a falling star σου ψιθυρίζω κι εσύ γελώντας μου τραγουδάς London bridge is falling down, my fair lady κάνει κρύο πάμε στο σπίτι να μου σκουπίσεις τα βρεγμένα μαλλιά να με κρατήσεις στην αγκαλιά σου να μου μιλάς μέχρι να κοιμηθώ μέσα στον ύπνο μου να σου ψιθυρίζω εκείνα τα όνειρα που δεν μας πρόλαβαν κι εσύ να μου λες μόνο όνειρα είναι αγάπη μου μόνο όνειρα και να είναι η νύχτα ήσυχη πέρα στο βάθος το βουητό της θάλασσας να χάνεται κάτω από τη φωνή σου.

15 Μαρτίου 2007

Δύο όψεις

Ίλιγγος

Μπορούσα να διαβάσω το μίσος στα μάτια του. Τον είχα ακούσει να μου λέει ότι πνίγεται, ότι δεν μπορεί ν’ αντέξει, ότι όλο αυτό είναι ολέθριο. Και του είπα ότι δεν το άξιζε. Ότι φοβόταν. Ότι ήταν φτιαγμένος για φτηνά συναισθήματα, φτηνές σχέσεις, φτηνές γυναίκες. Κάτι είπε, δεν θυμάμαι τι, ίσως μου ζήτησε να σταματήσουμε, ήταν ανόητο έτσι κι αλλιώς, είχε ξεκινήσει από μια ανόητη αιτία. Αλλά δεν τον άκουσα, δεν μπορούσα ν’ ακούσω, το μόνο που είχε καρφωθεί στο μυαλό μου ήταν εκείνο το μίσος στα μάτια του. Θα μπορούσα να τον σκοτώσω. Εγώ τον μισούσα περισσότερο, ακριβώς επειδή είχε τη δύναμη να ανατρέψει όλες μου τις αποφάσεις, να με ελέγχει και μόνο με μια απλή ματιά.

Μετά δεν ξέρω τι έγινε. Νομίζω στα μάτια του έπαιξε μια λάμψη ειρωνείας, κάτι σαν κρυμμένη πρόκληση. Τον χαστούκισα με όση δύναμη είχα, τα δάχτυλά μου μούδιασαν, είδα το πρόσωπό του να συσπάται από τον πόνο. Δεν μίλησε, δεν είπε λέξη. Ήθελα να ξεσπάσω σε κλάματα, αλλά από το λαιμό μου βγήκε ένα υστερικό γέλιο. Έπρεπε να φύγω. Έπρεπε να βγω από το δωμάτιο, βροντώντας πίσω μου την πόρτα – δεν μπορούσα. Δεν μπορούσα ποτέ. Δεν θα έφευγα ποτέ.

Α, θεέ μου, χρειάζομαι ένα ποτό. Πήγα στην κουζίνα, πάνω στο τραπέζι ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί, το είχε ανοίξει πριν αρχίσει αυτός ο ηλίθιος καυγάς. Ήπια γρήγορα μερικές γουλιές, το ένιωσα να με καίει στο λαιμό, αλλά ίσως να ήταν εκείνος ο κόμπος. Ήθελα να ξεσπάσω σε κλάματα, αλλά δεν θα το έκανα – όχι μπροστά του. Δεν θα τον άφηνα να δει πως με είσε συντρίψει.

Καθόταν στον καναπέ. Κάθισα απέναντί του χωρίς να του ρίξω ούτε μια ματιά. Άναψα ένα τσιγάρο, ο καπνός μου έκαψε τα μάτια, άκουσα τον ήχο από τον αναπτήρα του, μια βαθιά αναπνοή. Τι να σκεφτόταν; Με μισούσε ακόμη;

Το ξέρω ότι με κοίταζε. Πάντα το ένιωθα όταν με κοίταζε – ήταν σαν να με απομόνωνε από τον κόσμο, σαν να διεκδικούσε τα πάντα, ακόμη και την ανάσα μου. Αρκούσε να με κοιτάξει για να γκρεμιστούν τα πάντα, όλα, οτιδήποτε.

Σηκώθηκε αθόρυβα και πήγε στην κουζίνα. Του φώναξα να φέρει μαζί του το κρασί και να σβήσει το φως. Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει.

Θα τον περίμενα μέσα στο σκοτάδι.

Adeline



Το χαστουκι.

Σε κοιταζω , σε παρατηρω.
Καθεσαι απεναντι μου, καπνιζοντας και πινοντας κοκκινο κρασι.
Δεν εχουν περασει παρα μερικα λεπτα απο τη στιγμη που με χτυπησες.
Στεκομουν εκει χωρις αντιδραση.
Σε κοιταζα με μισος. Σου ειχα ζητησει να σταματησουμε αυτον τον ανοητο καυγα.
Δεν οδηγουσε πουθενα παρα μονο στη βια.
Στο ειπα κιολας, η βια γενναει βια, μη συνεχιζεις.
Εσυ ηθελες να πεις περισσοτερα, να βγαλεις απο μεσα σου οτι αισθανοσουν.
Μου ειπες πως ειχε ερθει η ωρα να μαθω ποσο θανασιμη ησουν.
Πως την προδοσια μου θα την πληρωνα ακριβα.
Τοτε ηταν που με χτυπησες, δυνατα , πανω ακριβως στο αυτι.
Για να με πονεσεις περισσοτερο.
Ειδες στα ματια μου τον πονο, ενιωσες τη λεξη που επνιξα στην κραυγη μου.
Ειδες το μισος μου για σενα.
Και γελασες δυνατα, υστερικα, μολις καταλαβες πως δεν θα αντιδρουσα.
Εκανες δυο βηματα πισω και πηγες στην κουζινα να βαλεις στο ποτηρι το κρασι.
Ετσι βρεθηκαμε στους καναπεδες , σχεδον αντικρυστα ο ενας απο τον αλλον.
Αναψαμε τσιγαρο σχεδον ταυτοχρονα.
Τραβηξα δυο τρεις βιαστικες ρουφηξιες για να καλμαρω λιγο.
Εσυ ανακατευεις τον καπνο μαζι με γουλιες κοκκινου κρασιου.
Δεν μιλαμε.
Ουτε καν με κοιτας.
Προσπαθω να παρω το βλεμμα μου απο πανω σου, αλλα δεν μπορω.
Θελω να ξεχασω αυτο που εγινε, τα λογια σου, τον ανοητο καυγα μας αλλα δεν μπορω.
Πως μπορεις να εισαι τοσο κακια μαζι μου?
Πως μπορεις να με προσβαλλεις ετσι?
Προσπαθεις να βολευτεις στον καναπε καλυτερα.
Καθως απλωνεις τα ποδια σου , κατα λαθος σηκωθηκε λιγο η φουστα σου.
Ειναι δυνατον να το κανεις επιτηδες?
Ακομα και τωρα να παιζεις μαζι μου?
Χωρις να μου δινεις καθολου σημασια να με ελεγχεις τοσο πολυ?
Δεν μπορω να παρω το βλεμμα μου απο τα ποδια σου.
Πρεπει να ηρεμησω κι εγω για να μη γινουν χειροτερα τα πραγματα.
Αυτη τη στιγμη το κρασι φανταζει σαν η μονη διεξοδος.
Δε βαριεσαι, σημερα θα πιω κι εγω κανα-δυο ποτηρια.
Σηκωνομαι να φερω το ποτηρι μου.
-αγαπη μου , αν πηγαινεις στην κουζινα φερε μαζι σου και τη μπουκαλα με το κοκκινο κρασι , κλεισε και τα φωτα σε παρακαλω, σημερα εχω ενα φοβερο πονοκεφαλο.

Labels: corsair

12 Μαρτίου 2007

A story that was not mine

…………………………………………………………

-Δεν το άντεξες. Έφυγες.

-Δεν έφυγα.

-Έφυγες. Επειδή φοβόσουν.

-Όχι. Απλώς απομακρύνθηκα.

-Δεν άντεξες την υποψία πως μπορεί να μην ήσουν εσύ εκείνη.

-Δεν μπορώ να υποδύομαι ξένους ρόλους.

-Μπορούσες να το διεκδικήσεις.

-Θέλω ένα άγραφο χαρτί.

-Δεν υπάρχει.

-Μπορούσες να φτιάξεις τα πάντα από την αρχή.

-Έπρεπε να μείνεις.

-Ναι, έπρεπε.

……………………………………………………………


(Παίρνεις δύο χαρακτήρες και τους βάζεις σ’ ένα σκηνικό. Θα είναι χειμώνας; Ναι, χειμώνας, λίγο πριν σκοτεινιάσει. Μιλάνε. Ανταλλάζουν βλέμματα. Τριγυρίζουν στο μισοσκότεινο δωμάτιο. Τους παρακολουθείς να πλησιάζει ο ένας τον άλλον και μετά ν’ απομακρύνονται. Μπορείς να τους βάλεις να κάνουν έρωτα ή να τους σκοτώσεις· ίσως, τελικά, να μην υπάρχει διαφορά).

11 Μαρτίου 2007

Οι ζωές των άλλων

Ο ύπνος - χαμένο στοίχημα. Άλλοτε φεύγει και χάνεται, χάρισμα στη νύχτα: «Ζήσε περισσότερο, μην παραδέρνεις ανάμεσα σε χαμένες ώρες - το φως έρχεται πολύ γρήγορα όταν δεν περιμένεις να το δεις». Κι άλλοτε, βαραίνει με ψεύτικες υποσχέσεις. Αλλάζει ουσία το ανέφικτο; Όχι. Ξαγρυπνούσα νύχτες ολόκληρες στη σειρά, προκαλώντας τη μοίρα να μου χαρίσει εκείνη τη μαγική αϋπνία των ηρωίδων του Gabriel Garcia - μια αϋπνία που κατέληγε θριαμβευτικά στην οριστική απώλεια της μνήμης. Και της αίσθησης. Δεν θα θυμάμαι τίποτα. Δεν θα αισθάνομαι τίποτα. Όλα όσα έχω γράψει θα ξαναγίνουν απρόσιτα. Όλες μου οι ζωές θα βυθιστούν - χωρίς ίχνη. Δεν θα μπορώ να αναγνωρίσω, επειδή θα έχω χάσει ό,τι γνώρισα. Οι λέξεις δεν θα μου λένε τίποτα - θα παραμένουν σιωπηλές. Μια καινούρια ζωή, λευκή ή μαύρη - αδιάφορο. Μονόχρωμη.

Η μοίρα δεν δέχτηκε την πρόκληση. Πολλαπλασίαζε την αϋπνία, κάνοντας τη μνήμη τυραννική. Θυμάμαι τα πάντα - ένας καταραμένος Funes, el memorioso - νιώθω τα πάντα, η αίσθηση δημιουργεί πραγματικότητες που δεν υπάρχουν, με πείθει ότι είναι απτές, μα δεν αντέχουν στο άγγιγμά μου. Αλλά, οι αναμνήσεις μου αποδείχτηκαν κλεμμένες· κάποια άλλη τις είχε ζήσει, πριν από μένα, εγώ απλώς τις θυμόμουν, νομίζοντας ότι ήταν η δική μου ζωή. Κι έτσι απέμεινα καταδικασμένη σε μιαν αιώνια αγρυπνία, ένα πένθιμο Pervigilium, να φθονώ τον ύπνο, από φόβο για τα όνειρα που μου έφερνε.

Γιατί δεν αρκεί να ονειρεύεσαι· θα πρέπει τα όνειρά σου να μην είναι επανάληψη της ζωής των άλλων.

10 Μαρτίου 2007

Το χαστουκι.

Σε κοιταζω , σε παρατηρω.
Καθεσαι απεναντι μου, καπνιζοντας και πινοντας κοκκινο κρασι.
Δεν εχουν περασει παρα μερικα λεπτα απο την στιγμη που με κτυπησες.
Στεκομουν εκει χωρις αντιδραση.
Σε κοιταζα με μισος. Σου ειχα ζητησει να σταματησουμε αυτον τον ανοητο καυγα.
Δεν οδηγουσε πουθενα παρα μονο στην βια.
Στο ειπα κιολας, η βια γενναει βια, μην συνεχιζεις.
Εσυ ηθελες να πεις περισσοτερα, να βγαλεις απο μεσα σου οτι αισθανοσουν.
Μου ειπες πως ειχε ερθει η ωρα να μαθω ποσο θανασιμη ησουν.
Πως την προδοσια μου θα την πληρωνα ακριβα.
Τοτε ηταν που με κτυπησες, δυνατα , πανω ακριβως στο αυτι.
Για να με πονεσεις περισσοτερο.
Ειδες στα ματια μου τον πονο, ενιωσες την λεξη που επνιξα στην κραυγη μου.
Ειδες το μισος μου για σενα.
Και γελασες δυνατα, υστερικα, μολις καταλαβες πως δεν θα αντιδρουσα.
Εκανες δυο βηματα πισω και πηγες στην κουζινα να βαλεις στο ποτηρι το κρασι.
Ετσι βρεθηκαμε στους καναπεδες , σχεδον αντικρυστα ο ενας απο τον αλλον.
Αναψαμε τσιγαρο σχεδον ταυτοχρονα.
Τραβηξα δυο τρεις βιαστικες ρουφηξιες για να καλμαρω λιγο.
Εσυ ανακατευεις τον καπνο μαζι με γουλιες κοκκινου κρασιου.
Δεν μιλαμε.
Ουτε καν με κοιτας.
Προσπαθω να παρω το βλεμμα μου απο πανω σου, αλλα δεν μπορω.
Θελω να ξεχασω αυτο που εγινε, τα λογια σου, τον ανοητο καυγα μας αλλα δεν μπορω.
Πως μπορεις να εισαι τοσο κακια μαζι μου?
Πως μπορεις να με προσβαλλεις ετσι?
Προσπαθεις να βολευτεις στον καναπε καλυτερα.
Καθως απλωνεις τα ποδια σου , κατα λαθος σηκωθηκε λιγο η φουστα σου.
Ειναι δυνατον να το κανεις επιτηδες?
Ακομα και τωρα να παιζεις μαζι μου?
Χωρις να μου δινεις καθολου σημασια να με ελεγχεις τοσο πολυ?
Δεν μπορω να παρω το βλεμμα μου απο τα ποδια σου.
Πρεπει να ηρεμησω κι’εγω για να μην γινουν χειροτερα τα πραγματα.
Αυτη την στιγμη το κρασι φανταζει σαν η μονη διεξοδος.
Δε βαριεσαι, σημερα θα πιω κι’εγω κανα-δυο ποτηρια.
Σηκωνομαι να φερω το ποτηρι μου.
-αγαπη μου , αν πηγαινεις στην κουζινα φερε μαζι σου και την μπουκαλα με το κοκκινο κρασι , κλεισε και τα φωτα σε παρακαλω, σημερα εχω εναν φοβερο πονοκεφαλο.

Nowhere

Θα ήθελα να ήμουν εγώ εκείνη. Θα ξενυχτούσες για μένα. Θα σκεφτόσουν πώς να περάσει ο χρόνος μέχρι την επόμενη συνάντηση. Θα προσπαθούσες να μαντέψεις τι κρύβεται πίσω από το βάθος του βλέμματος. Θα αναρωτιόσουν για τα νοήματα των λέξεων. Δεν θ’ άντεχες τη μοναξιά. Θα αναζητούσες να την πνίξεις σε ανούσιες συζητήσεις, σε μεθυσμένες νύχτες, σε ψευδαισθήσεις που θα σου έδινε ένα ξένο σώμα. Και δεν θα τα κατάφερνες. Θα μ’ έβρισκες στη μουσική· θα με έψαχνες στους δρόμους άδειων πόλεων· θα νόμιζες ότι με έβλεπες σε φευγαλέα πρόσωπα.

Θα ήθελα να ήμουν εγώ εκείνη. Όχι για να σε πλήγωνα. Αλλά για να μ’ έχεις αγαπήσει.

Soliloqui (μικρό μονόπρακτο για ένα πρόσωπο και δύο φωνές)

Θέλεις να προσδιορίσω αυτό που νιώθω; Ας πούμε ότι είναι η απαρχή ενός έρωτα.

Σου φαίνεται περίεργο; Τότε, καλώς επέλεξα την ήπια διατύπωση· η αλήθεια μπορεί και να σε τρόμαζε.

Μπορώ να το καταπολεμήσω; Δύσκολο, αλλά όχι αδύνατο – όμως, δεν θέλω.

Γιατί; Επειδή δεν θα μου αρέσει ο κόσμος πια χωρίς αυτό.

Λες ότι δεν μας βγάζει πουθενά; Το ξέρω, μα είναι το τελευταίο που με απασχολεί.

Με νοιάζουν τα δικά σου συναισθήματα; Όχι, δεν με νοιάζουν· θα ήταν αφόρητο να εξαργυρώσω αυτό που νιώθω, με αντίτιμο τη δική σου ενδεχόμενη ανταπόκριση.

Είσαι εσύ υπεύθυνος γι’ αυτό; Μόνο με την έννοια ότι υπάρχεις.

Στην πραγματικότητα, δεν ερωτεύτηκα εσένα αλλά μία πλασματική σου εικόνα; Πιθανόν, αλλά μπορείς να μου προσδιορίσεις σε ποιο σημείο διαφέρουν;

Είναι επικίνδυνο να συντηρώ αυτό το συναίσθημα; Δεν είναι επικίνδυνο να ονειρεύεσαι, όταν γνωρίζεις πολύ καλά ποια είναι η πραγματικότητα.

Πώς είναι δυνατόν να έχω προσδοκίες από ένα όνειρο; Μέσα στα όνειρα, μπορούν να γίνουν τα πάντα.

Καθώς περνάει ο καιρός θα γίνεται ακόμη πιο επικίνδυνο και θα υποφέρω; Ναι – ποια είναι η επόμενη ερώτηση;


(Σκηνικές οδηγίες: άδειο δωμάτιο· μόνον ένας ολόσωμος καθρέφτης. Το πρόσωπο στέκεται απέναντι· δεν κινείται καθόλου. Τα πάντα μεταδίδονται από τον τόνο της φωνής: θα πρέπει να έχει εκείνη την αλαζονική δύναμη σαν βρισκόταν απέναντι από το εκτελεστικό απόσπασμα).

07 Μαρτίου 2007

Vengeance

Ένα θρόισμα σαν από χαμένης

Που ξανάρχεται αγάπης σκοτεινό αρχινούν:

«Εγώ που σ’ αγαπώ». «Πες πάντα» «Πάντα»

Δεν πίστευε στο χρόνο. Μέρες και νύχτες, χρόνια ολόκληρα περιφερόταν ανέμελα στις παρυφές του, έπαιζε ξεγελώντας τον με ώρες αϋπνίας, κέρδιζε τη ζωή που οι άλλοι έχαναν στα δευτερόλεπτα του ύπνου. Και, κάθε φορά, γελούσε δυνατά στο άκουσμα της λέξης: Πάντα. Μα, κάποτε, βρέθηκε να ακροβατεί στην άκρη του κενού, με τον ίλιγγο να επιβεβαιώνεται σε κάθε πιθανό της βήμα. Ούτε κι εκεί ο χρόνος είχε νόημα. Μόνον η κατεύθυνση: μπορούσε να διαλέξει ανάμεσα στο κενό και στο σκοτάδι και ήταν αδιάφορο σε ποια ώρα της μέρας, σε ποιο μήνα του χρόνου, σε ποιο χρόνο του αιώνα που περνούσε. Το κενό ή το σκοτάδι. Το κενό ήταν το όνειρο, η πτώση, το αδιέξοδο, ο θάνατος. Το σκοτάδι ήταν μόνο σκοτάδι. Άλλος ένας θάνατος δηλαδή, αλλά χωρίς το όνειρο. Τότε μόνο κατάλαβε τι σημαίνει Πάντα. Και στράφηκε χαμογελώντας στο κενό.

05 Μαρτίου 2007

Εικόνες

I only know the limits of...

Νύχτα. Χειμώνας. Στη Βιέννη – χορεύοντας το βαλς του Nino Rota από το Godfather.

Τέλη φθινοπώρου, νύχτα. Θεσσαλονίκη. Περπατώντας στον παραλιακό, μεταξύ Λευκού Πύργου και Macedonia Palace.

Τέλη ανοίξεως. Απόγευμα, λίγο πριν από το σούρουπο. Ιθάκη. Συζητώντας για τα πάντα.

Τέλη φθινοπώρου. Ξημερώματα. Περπατώντας στους γκρίζους δρόμους του Εδιμβούργου.

Μέσα καλοκαιριού, και πάντως μετά το ηλιοστάσιο. Νύχτα. Σε μια παραλία κοντά στην αρχαία Νικόπολη. Οι διάττοντες να πέφτουν στο Ιόνιο. Μουσική, οτιδήποτε του Leonard Cohen.

(Είναι ένα αίνιγμα φυσικά. Το αίνιγμα του λαβυρίνθου).

04 Μαρτίου 2007

Από το ημερολόγιο της Isabelle C***


Σε λίγο θα ξυπνήσεις, πριν κινηθούν τα βλέφαρα μια υποψία φωτός. Θα χαμογελάσεις και θα μουρμουρίσεις μια νυσταγμένη «καλημέρα». Μετά θα κρύψεις ξανά το πρόσωπό σου στο μαξιλάρι, λέγοντας να μην ανοίξω ακόμη τις κουρτίνες. Τα πρωινά η φωνή σου είναι βραχνή. Χτες τη νύχτα μιλούσες στον ύπνο σου, το ξέρεις;

Γιατί διστάζω τόσο να σε φαντάζομαι; Το ξέρω ότι γλιστράω στον κόσμο της παραφροσύνης. Το βλέπω στα μάτια όσων με πλησιάζουν: με κοιτάζουν με τρυφερό οίκτο, μ’ αγγίζουν προσεκτικά, μιλούν με λέξεις καλοδιαλεγμένες, γιατί φοβούνται πως με μια άστοχη κουβέντα τους θα παραδοθώ στο έλεος της μανίας. Ο dr. Baldouin πιστεύει ότι οι παραισθήσεις μου είναι αποτέλεσμα χρόνιας αϋπνίας. Μου έδωσε σταγόνες για να κοιμάμαι τις νύχτες – δεν του είπα ότι ακόμη και διπλασιάζοντας τη δόση, παραμένω ξάγρυπνη. Συνέστησε να συνεχίσω να γράφω, λέγοντας πως μόνον αυτό μπορεί να με κρατήσει σε νηφάλια κατάσταση. Να γράφω. Μα μόνο για σένα μπορώ να γράψω πια. Μόνο για σένα γράφω πια.

(Η ημερολογιακή εγγραφή είναι χωρίς ημερομηνία. Η φωτογραφία ήταν διπλωμένη ανάμεσα στις σελίδες του ημερολογίου. Πιθανολογείται ότι προέρχεται από εικονογραφημένη έκδοση της τραγωδίας Romeo and Juliet).

03 Μαρτίου 2007

Τριλογίες

Η ώρα 3η πρωινή… (το ταξίδι)

Μέσα στα χέρια του ύπνου ανυπεράσπιστος. Τα μυστικά του ονείρου παραμένουν ερμητικά. Η Σίβυλλα έχει από καιρό σιωπήσει.

Ένα καράβι χωρίζει τον ορίζοντα στα δυο. Μετέωρος μεταξύ επιστροφής και αποδημίας. Όλη τη νύχτα μελετούσες εκείνο το αρχαίο ανεμολόγιο. Ο Βορέας, ο Ζέφυρος, ο Νότος, ο Εύρος. Να δυσπιστείς στις διαδρομές των πορτολάνων.

Ταξίδια ασυνάρτητα. Οι πλόες ακαθόριστοι. Οι χάρτες περιττοί. Ήξερες ποια νησιά θα παραπλεύσεις.

…την τρίτη ημέρα… (η γραφή)

Ξέρεις πώς είναι ν’ ακροβατείς στις λέξεις; Ασκήσεις ισορροπίας, χωρίς προστατευτικό δίχτυ, ένα παραπάτημα και πέφτεις στο κενό. Κάπως έτσι είναι τώρα. Μόνο που δεν υπάρχει ο φόβος του κενού· κυριαρχεί η ομορφιά της πτώσης.

Με τις λέξεις υφαίνεις αόρατους ιστούς. Με τα νοήματα, θανάσιμες παγίδες. Πάντα μου κλέβεις τα νοήματα. Και πάντα απομένω με λιγότερα.

Σε περιμένω ανάμεσα στις σκιές. Σου γράφω μέσα στο σκοτάδι. Το φως υπογραμμίζει ειρωνικά τις αντιθέσεις.

…του τρίτου μήνα… (η ιστορία)

Ποτέ δεν θα σε δω, ποτέ δεν θα μου μιλήσεις από απόσταση αναπνοής. Από το πάντα στο ποτέ: αυτή υπήρξεν η μοναδική υπόσχεση του χρόνου.

Ένας περίπατος στο Σούνιο, πρωί, αρχές της άνοιξης. Επινοούσα προσωπεία για να σου κρυφτώ. Και δεν ήξερα πως με είχες κιόλας ανακαλύψει πίσω από τα προσχήματα των αφηγήσεων.

Πώς η φωνή σου παίρνει μια θαμπήν απόχρωση, καθώς περνούν οι ώρες. Από το βάρος όλων αυτών που επιμένεις να κρατάς στη σιωπή σου.

02 Μαρτίου 2007

Rose.

corsair


για σενα.

γιατι μια ματια σου ηταν αρκετη.

*

I dream of rain
I dream of gardens in the desert sand
I wake in vain
I dream of love as time runs through my hand



I dream of fire
Those dreams that tie two hearts that will never die
And near the flames
The shadows play in the shape of the mans desire



This desert rose
Whose shadow bears the secret promise
This desert flower
No sweet perfume that would torture you more than this



And now she turns
This way she moves in the logic of all my dreams
This fire burns
I realize that nothings as it seems



Desert Rose by Sting.

01 Μαρτίου 2007

Chanson à songer

adeline


Πάλευε μέρες ολόκληρες να του φτιάξει ένα τραγούδι με ξένους στίχους. Ταίριαζε προσεκτικά τις λέξεις που είχαν αγαπήσει άλλοι, δοκίμαζε τα χρώματα – λίγο πιο φωτεινό στις άκρες και στο κέντρο θέλει περισσότερο γαλάζιο, ένα νησί, μια ξαφνική βροχή σ’ ένα πρωινό που έδειχνε ασυννέφιαστο. Και πιο πέρα ένα άλλο νησί, όχι γαλάζιο, πράσινο, Μάιος στα τέλη του αιώνος – πολύς ο χρόνος που μεσολαβούσε – απόγευμα ήσυχο, η πλατεία μικρή, απέναντι το Αρχαιολογικό Μουσείο, εκείνη τριγυρνούσε στο λιμάνι αναμετρώντας τους αρχαίους πλόες, υπολογίζοντας τα βήματα του Οδυσσέα, «δεν είναι αυτή η ομηρική Ιθάκη», της είπαν, «ποτέ δεν έζησεν εδώ ο πολυμήχανος». Αδιάφορο· τον Αχιλλέα εκείνη αναζητούσε. Και πάλι τα βήματα σε ξεχασμένα μονοπάτια. Ένωνε τα κομμάτια με βελονιές αόρατες, μεθοδικά, ήσυχα, ήξερε τα μυστικά της τέχνης. Καιρός να μετακινηθεί στην ενδοχώρα – μια πόλη μακριά απ’ τη θάλασσα, επίπεδη, χωρίς εξάρσεις. Οι λέξεις να πετούν πάνω στα σύρματα: καλημέρα, σήμερα είναι παράξενα, θα σου γράψω ξανά το απόγευμα. Τα γράμματά του έφταναν παραμονές της νύχτας ή λίγο πιο αργά, παρακινούσαν σε ανήσυχο ύπνο. Έκλεινε τα μάτια της κι ονειρευόταν τα νησιά – ταξίδια ασυνάρτητα κι εκείνος να σκορπίζεται μέσα σε ξένα βλέμματα.

Να τα χωρέσει όλα αυτά σ’ ένα τραγούδι. Οι ποιητές, αμήχανοι, αποτραβιούνται στη σιωπή. Μόνον ο γέρος ραψωδός θα ήξερε. Όμως μιλούσε σε γλώσσα ακατανόητη, με εικόνες αινιγματικές – μια γυναίκα, ένα είδωλο, ένας χιτώνας άδειος – ποιος να την οδηγήσει τώρα πια στα μυστικά του.

Μουσικη ...Desert Rose με τον Sting.