Vengeance
Ένα θρόισμα σαν από χαμένης
Που ξανάρχεται αγάπης σκοτεινό αρχινούν:
«Εγώ που σ’ αγαπώ». «Πες πάντα» «Πάντα»
Δεν πίστευε στο χρόνο. Μέρες και νύχτες, χρόνια ολόκληρα περιφερόταν ανέμελα στις παρυφές του, έπαιζε ξεγελώντας τον με ώρες αϋπνίας, κέρδιζε τη ζωή που οι άλλοι έχαναν στα δευτερόλεπτα του ύπνου. Και, κάθε φορά, γελούσε δυνατά στο άκουσμα της λέξης: Πάντα. Μα, κάποτε, βρέθηκε να ακροβατεί στην άκρη του κενού, με τον ίλιγγο να επιβεβαιώνεται σε κάθε πιθανό της βήμα. Ούτε κι εκεί ο χρόνος είχε νόημα. Μόνον η κατεύθυνση: μπορούσε να διαλέξει ανάμεσα στο κενό και στο σκοτάδι και ήταν αδιάφορο σε ποια ώρα της μέρας, σε ποιο μήνα του χρόνου, σε ποιο χρόνο του αιώνα που περνούσε. Το κενό ή το σκοτάδι. Το κενό ήταν το όνειρο, η πτώση, το αδιέξοδο, ο θάνατος. Το σκοτάδι ήταν μόνο σκοτάδι. Άλλος ένας θάνατος δηλαδή, αλλά χωρίς το όνειρο. Τότε μόνο κατάλαβε τι σημαίνει Πάντα. Και στράφηκε χαμογελώντας στο κενό.
2 σχόλια:
Ουφ, πάλι τον Τριτέμιο πρέπει να συμβουλευτώ για να το καταλάβω.
(Έρχεται η άνοιξη, ρε παιδιά, μήπως να χαλαρώνατε λιγάκι;)
Καταπληκτικο!
Δημοσίευση σχολίου