25 Φεβρουαρίου 2007

Με ξεχασμένους στίχους

Επειδή είπες πως το μέλλον και το παρελθόν υπάρχουνε παράλληλα στο τώρα. Λοιπόν,

εσύ


κοιμόσουν και κυλήσανε χιλιάδες χρόνια που σε κράταγα
κι ήμουν φτωχός και παγωμένος και κουράστηκε, ξερά-
θηκε το χέρι μου –


ή ξαφνικά ένα τίναγμα στο κατακάθι της ψυχής,
τι γύρευα, τι κράταγα από σένα;

Πες μου λοιπόν, τι φως έχουν τα χέρια σου και σκοτεινιά-
ζουν έτσι εκείνο που προστάτευα από σένα και κρατούσα
και ήμουν;

Υπάρχει πάντα ένα βαθύ νερό μες στη σιωπή σου

Εσύ έλεγες ονομάζομαι ουρανός.


Εγώ έλεγα τίποτα.

τα μάτια σου στρέφοντας ξα-
φνικά δεν είχαν σκοτώσει την εικόνα που κοίταζαν λίγο πιο
πριν.

Όλη τη νύχτα οι στάχτες της φωτιάς σου

Ο χρόνος όλα τάχει καρπωθεί. Τώρα δεμένος στον τροχό
κι εσύ με την ουράνια λάμψη,
δεν έχεις ίσκιο, καθώς τ’ όνειρο φλογίζοντας απ’ το πρωί
το σώμα.

Πιο πέρα η φωνή σου αμύνεται για το βράδυ.

Τι μου έλεγες; Σ’ ακούω να μιλάς και πριν έρθει η φωνή
ναυαγήσανε κιόλας οι λέξεις.

Η φωνή σου εγύρευε κάτι παλιές ξεφτισμένες αισθήσεις.

Λοιπόν δεν
ήταν αίνιγμα τα λόγια σου,
μήτε και τούτο τ’ όνειρο που σβήνει απότομα,
χάνεται μέσα στη σκοτεινιά του.

Και με άγγιξε τότε η παγίδα, το χέρι σου
Ο ήλιος έκαιγε
θάλασσες, βράχια.

Τι σκέφτεσαι;

Πώς προχωρούμε και συγκατανεύουμε, ναι, θα συναντη-
θούμε κάποτε, θα σε θυμάμαι.

Το βιβλίο, όλο κι όλο 28 σελίδες. Τάκης Σινόπουλος, Πέτρες, τρίτη έκδοση. Στο εξώφυλλο, η χρονολογία 1982. Στην τελευταία σελίδα, μια σφραγίδα με ημερομηνία «20 Φεβ. 19…». Η ίδια ημερομηνία, γραμμένη από μένα στην πρώτη σελίδα, και δίπλα ο τόπος. Κάποτε το έκανα αυτό: έγραφα τον τόπο που βρισκόμουν όταν αγόραζα το βιβλίο και την ημερομηνία – όχι το όνομά μου, γιατί μου φαινότανε παράξενο να πω «αυτό το βιβλίο είναι δικό μου».

Και, συνήθιζα πάντα να σημειώνω μέσα: να υπογραμμίζω στίχους, να βάζω αστεράκια, βέλη, παράλληλες γραμμές. Δεν ξέρω τι σκεφτόμουν τότε· δεν θυμάμαι πώς ένιωθα. Σήμερα που τα ξαναείδα, σκέφτηκα πως όλα αυτά μαζί φτιάχνουν ένα καινούριο ποίημα, μια ιστορία που αρχίζει από το πουθενά και εκκρεμεί σε μία υπόσχεση: εκκρεμεί, δεν τελειώνει. Ή ακόμη ένας μονόλογος. Ή οι απαντήσεις στις ερωτήσεις που δεν έχεις ακόμη διατυπώσει.

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Δεν ειναι η απουσια σου
που με κανει και αντιδρω αποτομα, βιαια.
Δεν ειναι η απωλεια σου.
Να, μονο που ειναι,
εκεινο
το φιλι σου στην τελευταια μας συναντηση.
Κι'εκεινα τα λογια που μου'χες πει,
"εγω θα σ'αγαπω παντα",
Και γινομαι αποτομος και βιαιος
και ξεσπω στον αερα
σε κτυπηματα και υβρεις
προκαλοντας τους θεους σε μαχη.
Φωτια μαζι και θανατος,
τωρα,
που εβαλαν στο στομα σου εκεινο
το τελευταιο σου ψεμμα.
Το παντα δεν κρατησε πολυ
κι'εγω δεν αντεξα πολυ.
φταιει η απουσια σου
και η απωλεια σου.



(μην ψαχνεις να βρεις ποιος το εγραψε...
...το εγραψα σημερα αφου διαβασα το ποστ σου)

Unknown είπε...

Γεύση στάχτης. Θα βοηθούσε ο Ελύτης, που τον αγαπάς;
Παράθυρα τρεμάμενα στο φως το εσπερινού
Μια στιγμή που προσπέρασες την ευτυχία
Σαν τραγούδι όπου κρύφθηκε μήπω ςτο δεις
Δακρυσμένο για σένα ένα κορίτσι-
Όλα της αγκαλιάς τα ιερά και του όρκου
Τίποτα τίποτα δεν πήε χαμένο.
("Ο φυλλομάντης", από τη συλλογή Τα Ετεροθαλή).

Unknown είπε...

(Μα τι έχω πάθει σήμερα; Όλο λάθη.)
Στο "το εσπερινού" διάβαζε "του εσπερινού"
και στο "μήπω ςτο δεις" διάβαζε "μήπως το δεις".
Το "πήε χαμένο" στο τελευταίο στίχο, πάντως, δεν είναι λάθος: έτσι το γράφει.

Ανώνυμος είπε...

Ειχε δικιο ο γερο-κρητικος...
...αναθεμα σε κεινον που ξεδιψασε.

Unknown είπε...

Από άλλη ιστορία αυτό, αλλά κι εδώ ταιριάζει.
(Το έφτιαξες ωραία το ποίημα με τα διάστιχα - εμένα χτες δεν μου το έβγαζε κι εκνευρίστηκα).

Donald είπε...

Ωπα , ωπα ...καρδια μου ισορροπα.